Στὶς 9 τοῦ Αὐγούστου, μόλις βράδιασε, ὅταν πιὰ οἱ Ἕλληνες ἑτοιμάζονταν νὰ ξεκινήσουν, μαθαίνουν ἀπόναν χωριάτη πὼς στὰ Πλατάνια φτάσανε τὴν ἴδια κείνη μέρα, ἴσαμε ὀχτὼ χιλιάδες ὀχτροί. Τότες ὁ Μάρκος κράτησε μονάχα τετρακόσιους πενήντα νοματαίους καὶ τοὺς ἄλλους ὀχτακόσιους τοὺς ἔδωσε στὸν Τζαβέλλα ποὺ θὰ χτύπαγε στὰ Πλατάνια. Ἀκουμπώντας πάνω στὸ ντουφέκι του τοῦ λέει:
– Θ’ ἀνταμωθοῦμε στὸν κάτω κόσμο…
Τράβηξαν ἀμίλητες σκιὲς στὸ σκοτάδι, περπατώντας μουλωχτὰ σὰν τ’ ἀγρίμια. Λίγο ἔπειτα ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα ὁ Μάρκος καὶ τὰ παλικάρια του φτάσανε μπροστὰ στὸ τούρκικο ὀρδὶ δίχως τὰ καραούλια τοῦ ὀχτροῦ νὰ τοὺς πάρουν μυρωδιά. Εἶχε προστάξει τοὺς Σουλιῶτες νὰ μὴ ντουφεκίσουν, μόνο νὰ προχωρᾶνε μὲ γυμνὰ τὰ σπαθιὰ μιλώντας φωναχτὰ ἀρβανίτικα, βρίζοντας, τάχα, τοὺς ἀρχηγούς τους. Τὸ κόλπο πέτυχε. Ξύπναγαν οἱ ὀχτροὶ ἀπὸ τόσο ταβατούρι κι ἀναρωτιόνταν τί ἔτρεχε. Οἱ πιότεροι ἀπ’ αὐτοὺς θάρρεψαν, πὼς ἦταν κάποιο μπουλούκι ποὺ εἶχε παράπονα γιὰ μιστοὺς καὶ σήκωσε κεφάλι. Καὶ μία καὶ δὲν ντουφέκαγαν, παρὰ μονάχα φώναζαν, κανεὶς δὲν τοὺς βάρεσε.
– Χατᾶς, ὠρέ, χατᾶς, δὲν εἶναι Γκιαούρηδες! Λέγανε οἱ Ἀρβανιτάδες.
Μὰ οἱ Ἕλληνες εἴχανε πιὰ σιμώσει στὰ τσαντίρια τῶν πασάδων. Τότες ὁ Μάρκος προστάζει τὸν τρουμπετιέρη νὰ βαρέσει γιουρούσι.
– Δὲν εἶναι, ὠρὲ χατᾶς, φωνάζει, μὰ εἶναι ὁ Μάρκο Μπότσαρης καὶ θὰ σᾶς σφάξει ὅλους!
Ἀκοῦνε οἱ ὀχτροὶ νὰ βαράει ἡ τρουμπέτα μας μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ὀρδιοῦ τους Ἡ ἐπίθεση καθορίστηκε νὰ γίνει τὰ μεσάνυχτα τῆς 8ης πρὸς τὴν 9η Αὐγούστου… καὶ σύγκαιρα νὰ πέφτει ἡ πρώτη μπαταριὰ καὶ σαστίζουν:
– Ἔρδε Μάρκο Μπότσαρη!.. (Ἔρχεται ὁ Μάρκος Μπότσαρης).
Ἄλλοι καθὼς τρέχανε νὰ γλυτώσουν πέφτανε πάνω στοὺς δικούς μας καὶ χάνονταν κι ἄλλοι ἀδειάζανε τὰ ντουφέκια τους καὶ τὶς πιστόλες τους σ’ ὅποιον κι ἂν συναπαντοῦσαν ἀδιαφορώντας ἂν εἶναι φίλος ἢ ὀχτρός.
Οἱ δικοί μας ἀναποδογύριζαν τὰ τσαντίρια σπέρνοντας τὸν τρόμο καὶ τὸ θάνατο στοὺς ἀγουροξυπνημένους τουρκαλάδες. Λαβώνεται ὁ Μάρκος Μπότσαρης στὸ βουβώνα, μὰ δὲ λέει τίποτα μὴν τυχὸν καὶ κιοτήσουν. Ξεχωρίζει μπροστά του μιὰ μεγάλη σκηνή, χύνεται σ’ αὐτὴ καὶ βρίσκεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν γνώριμό του ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ἀλήπασα Ἄγο Βασιάρη. Τὸν παραδίνει στὰ παληκάρια του νὰ τὸν φυλᾶνε.
Γυρεύει τὸ τσαντίρι τοῦ Σκόρδα, μὰ κεῖνος πρόλαβε ν’ ἀποτραβηχτεῖ μὲ μία σημαντικὴ δύναμη καὶ νὰ ταμπουρωθεῖ πίσω ἀπόναν φράχτη.
Ὁ Μάρκος ὁρμάει κατὰ κεῖ νὰ τοὺς ξεμπροστιάσει. Σὰν ἔφτασε, πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ἀνασηκώνει τὸ κεφάλι του νὰ δεῖ πόσοι ὀχτροὶ ἦταν πίσω ἀπ’ αὐτόν. Ἕνας ἀράπης τζοανταραῖος τοῦ Τσελελεντιμπέη, ποὺ ἔλαχε νὰ βρίσκεται σὲ κεῖνο τὸ μέρος, τὸν εἶδε καὶ τοῦ ἀδειάζει ἀπὸ σιμὰ κατακέφαλα τὴ μπιστόλα του. Τὸ βόλι μπῆκε ἀπὸ τὸ δεξί του μάτι καὶ σφηνώθηκε στὸ καύκαλό του.
– Βαρέθηκα, ἀδέρφια…. Πρόλαβε μονάχα νὰ πεῖ καὶ σωριάστηκε κάτω.
Τρέξανε, τὸν τύλιξαν σὲ μία κάπα κι ὁ ξάδερφός του Τούσιας Μπότσαρης τὸν πῆρε στὸν ὦμο. Μὰ σὲ λίγο, καθὼς ἀποτραβιόταν, ξεψύχησε. Τότες οἱ σύντροφοί του σφάξαν τὸν Ἄγο Βασιάρη νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν θάνατό του.
Πάει ὁ Μπότσαρης, χάθηκαν ἑξήντα Σουλιῶτες κι ἄλλοι σαράντα λαβώθηκαν, μὰ κι οἱ ὀχτροὶ πλερώσανε ἀκριβά. Πάνω ἀπὸ χίλιοι πεντακόσιοι σκοτώθηκαν καὶ πληγώθηκαν. Πήρανε οἱ δικοί μας ἴσαμε τρεῖς χιλιάδες ντουφέκια καὶ μπιστόλες κι ὣς διακόσια ἄλογα.
Ἀποφάσισαν νὰ θάψουνε τὸν ἥρωα στὸ Μεσολόγγι. Περνώντας ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Προυσοῦ στάθηκαν νὰ ξαποστάσουν κι ἀκούμπησαν τὸ κουφάρι του στὴν ἐκκλησιά.
Ὁ Καραϊσκάκης, ποὺ βρισκόταν βαρειὰ ἄρρωστος στὸ κρεββάτι του, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα, σύρθηκε ὣς τὴν ἐκκλησιά, σίμωσε τὸν νεκρό, ἀνασήκωσε τὴν κάπα, κύταξε γιὰ λίγο τὸν Μπότσαρη, γονάτισε, σταυροκοπήθηκε, δάκρυσε καὶ τόνε φίλησε στὸ κούτελο λέγοντας:
– Ἄμποτες, Μάρκο κι ἐγὼ ἀπὸ τέτοιονε θάνατο νὰ πάω…
Δημήτρη Φωτιάδη
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἐνθυμήματα, ἐκδ. Κέδρος.