Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Ἰωάννης Καποδίστριας καὶ Ῥωμηοσύνη

 


Γράφει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς 
Πολλοὶ ἔχουν πεῖ πῶς ὁ Καποδίστριας ἦταν ἕνας Εὐρωπαϊστής, ἕνας ἄνθρωπος ποῦ «ἤθελε νὰ μετατρέψει τοὺς Ρωμηοὺς σὲ Ἕλληνες», ἰσχύει ὅμως κάτι τέτοιο; 

Τὸ 1819 γράφει στὸν Πατέρα του: «Εἶναι ἔργον μοναδικόν της προστασίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θαυματουργῶν Ἁγίων ποὺ ἀναξίως ἐπεκαλέσθην μὲ δάκρυα εἰλικρινοῦς καρδίας καὶ ἀφοσιωμένης» προσθέτοντας τὴν φράση: «Πίπτων εἰς τοὺς πόδας τοῦ Θαυματουργοῦ Ἁγίου μας καὶ τῆς Ἀειπαρθένου Πλατυτέρας (=Θεοτόκου)»[1] Εἶναι ἔκδηλη ἡ ἡσυχαστική του...συνείδηση (βλ. τὶς σημειωμένες φράσεις) σὲ ἕνα ἰδιωτικὸ γράμμα ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀποκαλύψει τὰ μύχια της καρδιᾶς του. Εἶναι δὲ γεγονὸς ὅτι ἔβλεπε τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη τοῦ Γένους ζυμωμένη μὲ τὴν πίστη. 


Γράφει σὲ ἄλλη περίπτωση: «Ἡ Χριστιανικὴ Θρησκεία ἐσυντήρησεν εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ γλώσσα καὶ πατρίδα καὶ ἀρχαίας ἔνδοξους ἀναμνήσεις καὶ ἑξαναχάρισεν εἰς αὐτοὺς τὴν πολιτικὴν ὕπαρξιν τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα».[2] Συνδύαζε δηλαδὴ ὁ Καποδίστριας τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ Ἔθνους, ὄχι μὲ τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν ὁποιαδήποτε βοήθειά της, ἀλλὰ μὲ τὴν παράδοση τοῦ γένους καὶ τὰ πνευματικὰ ἀποθέματά του. Ἀνάλογα θὰ δηλώσει καὶ στὸν J. B. Georges Bory de saint Vincent [3]: «Πρῶτα εἶμαι Ἕλληνας… γιατί γεννήθηκα σὲ αὐτὴ τὴν χώρα… Εἶμαι Ἕλληνας ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα. Εἶμαι μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ πού μου ἀνέθεσε τὴν κυβέρνησιν αὐτοῦ του πτωχοῦ λαοῦ… Εἶμαι Ἕλληνας ἐκ γενετῆς, ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη, ἀπὸ αἴσθημα, ἀπὸ καθῆκον καὶ ἀπὸ Θρησκεία»[4] 

Ἡ ἀποστασιοποίησή του ἀπὸ τὸ φράγκικο περιβάλλον τῆς γενέτειράς του εἶναι τόσο ἐμφανὴς τὸ 1815 ὥστε νὰ δικαιώνεται ὁ χαρακτηρισμός του ἀπὸ τὸν Π. Χριστόπουλο ὡς «ταξικοῦ ἀποστάτου».[5] Παρατηρεῖ ὁ Καποδίστριας: «Ἡ ἑνετικὴ πολιτεία ἐκυβέρνα τὰς Ἰονίους νήσους μὲ τὸ σύστημα τῆς διαφθορᾶς. Οἱ Ἀντιπρόσωποι ἐκλέγοντο ἐκ τῆς κλάσεως (=τάξεως) τῶν εὐγενῶν ἀρχόντων ἤτις ἦτο ἡ εὐκαταφρονεστέρα καὶ ἡ μᾶλλον διεφθαρμένη δὶ’ ἀνηθικότητα καὶ ἐλεεινότητα… Ἡ πολιτεία τῆς Βενετίας ἐφοβεῖτο τὸ ἔξοχόν της φυσικῆς μεγαλοφυΐας τῶν Ἑλλήνων καὶ ἐπροσπάθει νὰ τὸ καταβάλη μὲ τὴν ἀμάθειαν».[6] Ἦταν εὐγενὴς στὴν καταγωγή, ἀλλὰ Ρωμηὸς στὴν καρδιά! 

Ὁ Καποδίστριας γνώριζε καὶ τὶς ἀρρώστιες τῆς Εὐρώπης, κάτι ποὺ θὰ τὸ ἐκφράσει σαφέστερα καὶ συχνότερα κατὰ τὴν πολιτικὴ τοῦ δράση στὴν Ἑλλάδα. Στὸ πρόσωπο τοῦ Μεττερνιχ ἀντιμετώπισε τὴν μεσαιωνικὴ Εὐρωπαϊκὴ τυραννία, προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβιώσει. Στὸ πρόσωπο τοῦ Βοναπάρτη καὶ τῆς μετεπαναστατικῆς Γαλλίας πολέμησε τὴν ἀλλοτριωμένη δημοκρατία ποὺ ὡς ἀστισμὸς ὑποκατέστησε τὴν κληρονομικὴ ὀλιγαρχία μὲ τὴν οἰκονομική. Αὐτὸ ἐκφράζει τὸ 1815: «ἔχομεν ἤδη τὴν ἀπόδειξιν τούτου εἰς τὰς ταχείας ἐπιτυχίας τῆς κακοήθειας καὶ τῆς δολιότητος τῶν Γάλλων. Δὲν εἶναι εἷς μόνον ἀνήρ, τὸν ὁποῖον ἡ Εὐρώπη εἶναι ἀποφασισμένη νὰ πολεμήσει. Εἶναι μία γενεὰ ἀνθρώπων χωρὶς θρησκείαν, χωρὶς τιμήν, χωρὶς πατρίδα, χωρὶς ἀρχάς, μία γενεὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ τιμωρήσωμεν καὶ νὰ διορθώσωμεν».[7] Διατηρώντας τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ ἀρετὴ ποὺ διατυπώνει ὁ Πλάτων στὴν Ἐπινομίδα τοῦ [8] «ὅ,τι πὲρ ἂν Ἕλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται», προσέλαβε ἐπιλεκτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα, ἀλλ’ ὄχι τὴν Εὐρώπη στὸ σύνολό της. 

Γι’ αὐτὸ θὰ ἐπιδιώκει, ἡ νεολαία, ποὺ μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ σπούδαζε στὴν Ἐλβετία, «νὰ σχηματισθῆ πρῶτον ἑλληνιστὶ καὶ ὄχι ἐλβετιστὶ ἡ γαλλιστί. Ἡ Ἑλλὰς πρέπει πρῶτον νὰ μορφώνη Ἑλληνικῶς τὴν ἁπαλὴν ψυχὴν τῶν τέκνων της. Ἡ δὲ Εὐρώπη νὰ τελειοποιῆ ὕστερόν τους ἤδη ἐσχηματισμένους νέους» Ἡ αἰτία δηλώνεται στὴν ἑπόμενη φράση «Οὕτω τὸ Ἔθνος φυλάττει τὸν ἐθνικὸν χαρακτήρα του, δὲν νοθεύεται»[9]. 

Ἂν δὲν γνωρίζαμε πὼς τὸ γράμμα ἀνήκει στὸν Καποδίστρια, θὰ μποροῦσε ἀβίαστα νὰ ἀποδοθεῖ σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες!! (βλέπε καὶ τὶς σημειώσεις). 

Παρ’ ὅλα αὐτά, ἔχει διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι «ὁ φιλελευθερισμὸς» τοῦ Καποδίστρια «εἶχε πατρίδα τὴν Ἀγγλία» καὶ ὅτι ἐπεδίωκε «νὰ μεταβάλη πρῶτα ἀπ’ ὅλα τους Ρωμιοὺς σὲ Ἕλληνες Πολίτες» καὶ «νὰ ἑνώση τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν Εὐρώπη – ὄχι νὰ τὴν ἐπιστρέψη στὸ Βυζάντιο». [10] Εἶναι ὅμως ἔτσι; 

Ἤδη στὸ γνωστὸ ὑπόμνημα τῆς 18ης Ἀπριλίου 1819, φαίνεται ἡ Βούλησή του νὰ θεμελιωθεῖ ἡ φιλικὴ Ἑταιρεία «οὐχὶ ἐπὶ τῆς ἐθνότητος, ἀλλ’ ἐπὶ τῆς εὐρείας καὶ ζώσης ὀρθοδόξου ἐκκλησίας» [11] Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1828 μία ἐνέργειά του φανερώνει τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ Ρωμαίικη λύση τοῦ ἀνατολικοῦ ζητήματος. Ὑποβάλλει στὸν τσάρο Νικόλαο σχέδιό του, ποὺ προέβλεπε τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Ὀθωμανικῆς Ρούμελης (τῆς Βαλκανικῆς) σὲ Ὁμοσπονδία πέντε αὐτόνομων κρατῶν (Ἑλλάδος, Ἠπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας καὶ Δακίας) μὲ ἐλεύθερη πόλη τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ συνιστᾶ ὀφθαλμοφανῶς παραλλαγὴ τοῦ βαλκανικοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα. Τὸ καποδιστριακὸ σχέδιο, βέβαια, ἀπορρίφθηκε μὲ τὴν συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως (14.9.1829) [12], ἀλλὰ ἔγινε τὸ θεμέλιό της Ρωσοευρωπαϊκῆς καὶ Ἀμερικανικῆς πολιτικῆς τῆς «βαλκανοποιήσεως», ἐνῶ ὁ Καποδίστριας ἐργαζόταν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ προοδευτικὴ ἐνοποίηση τῶν Εὐρωπαϊκῶν ἐπαρχιῶν τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς «Νέας Ρώμης». Ἔτσι κατανοεῖται καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Ν. Σπηλιάδη, γιὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Καποδίστρια νὰ ἐπιτύχει τὴν ἵδρυση τῆς «Νεορωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας» [13], δηλαδὴ ἀνάσταση τῆς αὐτοκρατορίας «Νέας Ρώμης» / «Βυζαντίου». 

Πῶς μπορεῖ ἄλλωστε νὰ ἑρμηνευθεῖ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Καποδίστρια νὰ παραδεχθεῖ ὁ ἐπίδοξος Βασιλιὰς τῆς Ἑλλάδος Λεοπόλδος τοῦ Σὰξ – Κοβούργου τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, συναντώμενος σὲ αὐτὸ μὲ τὸν Στρατηγὸ Μακρυγιάννη, ποῦ ἔβλεπε τὸ ἄρθρο 40 τοῦ συντάγματος (1844) ὡς τὸ «βαγγέλιον τοῦ Θεοῦ»; Τὸ πρόβλημα τῆς Βασιλείας στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὸν Καποδίστρια δὲν θὰ εἶναι ἡ (πάντα δυτικοῦ τύπου) ἀντίθεση «Βασιλευόμενης Δημοκρατίας» καὶ «Προεδρευόμενης Δημοκρατίας» ἀλλὰ ἡ φύση τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ: Κληρονομικὸς (ρατσιστικὸς/ἀπολυταρχικὸς) ἢ Αἱρετὸς (δημοκρατικός); 

Ἄπλετο φῶς, τέλος, γιὰ τὴν κριτικὴ ἀποτίμηση τῶν πολιτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Καποδίστρια ρίχνει ἡ μελέτη τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς τοῦ [14], βασικότατο κεφάλαιο ποὺ δυστυχῶς ὁρισμένοι δὲν φαίνεται νὰ λαμβάνουν σοβαρὰ ὑπόψη, χάνοντας ἔτσι τὴν βασικότερη ἴσως προοπτικὴ γιὰ τὴν προσέγγιση καὶ κατανόηση τοῦ Καποδίστρια ὡς διπλωμάτη καὶ πολιτικοῦ. 

Ἡ σύνδεση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου μὲ τὴν παιδεία στὴν «Γραμματεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου παιδείας», χωρὶς προηγούμενο ἢ καὶ ἑπόμενο στὴν «Εὐρωπαϊκὴ» πολιτικὴ σκηνή, συνιστᾶ ὄχι μόνο ἐνσυνείδητη ἐμμονὴ τοῦ Καποδίστρια στὸ πνεῦμα τῆς παραδόσεως, ποὺ θέλει τοὺς δύο αὐτοὺς χώρους ἀδιάσπαστα ἑνωμένους (καὶ ὁ Καποδίστριας τοὺς θεωροῦσε «ἀχώριστους» καὶ «πρὸς ἕνα συντρέχοντα σκοπόν, τὴν ἠθικὴν τῶν πολιτῶν μόρφωσιν» [15]), ἀλλὰ καὶ τὴν ἀντίθεσή του πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ χωρὶς εἰσαγωγικὰ εὐρωπαϊστὴ Κοραή, ὁ ὁποῖος μὲ τὶς καλβινίζουσες προϋποθέσεις του, ἐνέτασσε στὸ ἔργο τοῦ «Λειτουργοῦ της Δημοσίου Παιδείας» τὴν φροντίδα τῆς Ἀστυνομίας, τοῦ Δικαίου καὶ τῆς Θρησκείας»[16]. Ἡ ὀργάνωση, ἐξ ἄλλου, τῶν Καποδιστριακῶν σχολείων μὲ μελέτη πατερικῶν ἔργων καὶ κατὰ τὸ μοναστηριακὸ σύστημα φανερώνει τὴν θέλησή του γιὰ τὴν συντήρηση αὐτῆς τῆς σχέσης.[17] Τὸ ἴδιο ἀποδεικνύει ὅμως καὶ ἡ ἀντιμετώπιση ἀπὸ τὸν Καποδίστρια τοῦ ζητήματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιὰ τὴν ἀξιοποίηση καὶ ὄχι τὴ διαρπαγή της, κάτι ποὺ δυστυχῶς δὲν βρῆκε συνέχεια.[18] 

Μία ἰδιαίτερα σημαντική του ἀπόφαση τὸν Αὔγουστο τοῦ 1831 φωτίζει καθοριστικὰ ὄχι μόνο τὸ φρόνημά του, ἀλλὰ καὶ τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, ποὺ προβάλλεται σὲ μία ἄλλη προοπτική. 

Κατὰ πληροφορία, ποὺ μᾶς προσφέρει τὸ Ἀρχεῖο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν (γράμμα Κῶν. Οἰκονόμου πρὸς τὸν πρέσβη τῆς Ρωσίας στὴν Πόλη Τιτώφ, ἀπὸ 16.2.1850) [19], ὁ Καποδίστριας βιαζόταν νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατὰ τὴν δήλωσή του, «ἴνα μὴν πέση ἡ ὑπόθεσις εἰς τῶν Φράγκων τὰς χείρας καὶ τότε ἐχάθημεν»! Ὁ Οἰκονόμος μνημονεύει δήλωση πρὸς αὐτόν του ἀπὸ Ρέοντος καὶ Πράστου καὶ μετέπειτα Κυνουρίας Διονυσίου, τὸν ὁποῖον «μετακαλέσας» ὁ Καποδίστριας «διώρισε διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν» «ἴνα γένηται ἡ κανονικὴ ἀναγνώρισης τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας». Παρατηρεῖ δὲ ὁ Οἰκονόμος: «Πόσον πολιτικῶς καὶ ὀρθοδόξως ἅμα προεῖδε καὶ τούτου τοῦ πράγματος τὴν ἀνάγκην ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος»! Ἀλλά, ὅπως συνεχίζει ὁ Οἰκονόμος, «Ἐνῶ ἀπῆλθεν οὗτος (ὁ Κυνουρίας) εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτοῦ πρὸς ἑτοιμασίαν, μετ’ ὀλίγας ἡμέρας συνέβη καὶ ἡ τοῦ Κυβερνήτου τελευτὴ» (=δολοφονία). 

Τὸ σωζόμενο ἀρχειακὸ ὑλικὸ γιὰ τὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῶν ἀδελφῶν Τυπάλδων Ἰακωβάτων (Ληξούρι) δίνει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν σπουδὴ τοῦ Καποδίστρια τὴ συγκεκριμένη αὐτὴ στιγμή. Ἀπὸ τὸ ὑπόμνημα τοῦ Κῶν Τυπάλδου – Ἰακωβάτου, καθηγητῆ τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας (Αὔγουστος 1831) [20] πληροφορούμαστε γιὰ τὶς ἐνέργειες στὸν κύκλο τῆς Ἁρμοστείας τῆς Ἑπτανήσου γιὰ ἐνεργοποίηση τοῦ μηχανισμοῦ τῆς αὐτονομήσεως διὰ μέσου της αὐτοκεφαλίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμαίικης Ἐθναρχίας. Ὅπως ἀπέδειξε ἡ συνέχεια (Ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλό του 1833, Βουλγαρικὴ Ἐθναρχία 1870) ἡ δυτικὴ πολιτικὴ ἐπεδίωκε τὴν βίαιη ἀπόσπαση τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἐθναρχίας καὶ τὴν ὁριστικὴ διάλυση τῆς Ἐθναρχίας ὡς συνέχειας τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας. Αὐτό, ἄλλωστε, γράφει καὶ ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν Ἀναστ. Λόντος στὸν Ἐπιτετραμμένο τῆς Ἑλλάδος Πέτρο Δεληγιάννη στὶς 6 Φεβρουαρίου 1850 (μὲ τὴν ἔναρξη τῶν προσπαθειῶν γιὰ τὴν λύση τοῦ Ἑλλαδικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος): «Αἳ κυβερνήσεις τῆς Ἀγγλίας καὶ Γαλλίας ἐνδιαφέρονται οὐχὶ μικρὸν εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο καὶ ἐπιθυμούσι διὰ πολιτικοὺς λόγους νὰ ἴδωσι τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν ἐντελῶς ἀνεξάρτητόν του ἐν Κωσταντινουπόλει Πατριαρχείου» [21]. Ὁ Ρωμηὸς Ι. Καποδίστριας ἔσπευδε νὰ ἐπιτύχει λύση μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἱστορικοκανονικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαφοροποιούταν διαμετρικὰ ἀπὸ τὰ σχέδια τῆς Εὐρώπης γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Καὶ μόνο ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ δείξει τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ εὐρωπαϊσμοῦ του. Ἡ περίπτωση, μάλιστα, αὐτὴ ἐντάσσει καὶ σὲ ἕνα ἄλλο πλαίσιο τὴν δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες. Διότι μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυνουρίας, ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ γνώριζαν οἱ Δυτικὲς κυβερνήσεις, χάραζε γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος μία προοπτικὴ ποὺ ἐρχόταν σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ συμφέροντα καὶ τὰ σχέδια τοὺς γι’ αὐτήν. 

Πολλοὶ προσπάθησαν νὰ προσεταιριστοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Καποδίστρια ὡς «Εὐρωπαϊστῆ», «Ἀδέσμευτου ἀπ’ τὴν Πίστη», «Προοδευτικοῦ» κ.α. Ὅμως ὁ Καποδίστριας ἦταν πάνω ἂπ΄ ὅλα Ρωμιός. Καὶ πιθανὸν σήμερα κάποιοι πνευματικοὶ ἀπόγονοι αὐτῶν ποὺ τὸν σκότωσαν νὰ θέλουν νὰ τὸν προβάλουν ὡς δικό τους ἄνθρωπο. Ἂς εἶναι. Ἡ Ἱστορία θὰ τοὺς διαψεύδει… 

Σημειώσεις 

1. Πολυχρ. Κ. Ἐνεπεκίδη, Ἰωάννης Καποδίστριας 176 Γράμματα πρὸς τὸν πατέρα τοῦ (1809 – 1920) Ἀθῆναι 1972 σ. 273-74. 
2. Γ. Πρωτοψάλτη Ὁ Καποδίστριας ὡς Θρησκευτικὴ προσωπικότης, ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ, ἂρ 248 Δεκέμβριος 1976 σ. 4. 
3. Ἄπ. Ἐ Βακαλόπουλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ. Η’: Ἰωάννης Καποδίστριας ἢ Ἡ ἐπώδυνη Γένεση τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 407. 
4. Γιὰ τὴν Θρησκευτικότητα καὶ τὴν Εὐσέβια τοῦ Καποδίστρια βλ. Ἔλ. Ε. Κούκκου, «Ἰωάννης Καποδίστριας. Ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἀγωνιστής», Ἀθῆναι 1962. Ἐπίσης: Γ. Δ. Μεταληνοῦ, Ἰωάννης Καποδίστριας ὁ πολιτικὸς-Μάρτυρας τῆς Ρωμηοσύνης Ἀθήνα 1992. 
5. Πᾶν. Φ. Χριστόπουλου, «Σπηλιάδης καὶ Καποδίστριας, Ἀθῆναι 1979. 
6. Κ. Δαφνὴ Ἱστορικὰ κείμενα, Ἀρχεῖο Ἰωάννου Καποδίστρια, τὸμ β’, Κέρκυρα 1978. 
7. Ὅπως [1] σέλ. 196. 
8. Ἐπινομὶς Χ (987 de) 
9. Ἄπ. Ε. Βακαλόπουλου Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ ὄπ. π. σέλ. 188. (Ἐπιστολὴ Γεώργιου Τυπάλδου 6/18 Αὐγούστου 1827). 
Δὲς καὶ σέλ. 190 γιὰ τοὺς φόβους τοῦ Καποδίστρια λόγω τῶν ξένων ἐπιδράσεων («Μᾶς ξαναγυρίζουν τόσο ἀποξενωμένα ἀπὸ τὰ ἤθη, τὴ γλώσσα, τὴ θρησκεία τῶν πατέρων τους, ὥστε, ὁποιεσδήποτε καὶ ἂν εἶναι οἱ γνώσεις ποὺ ἀπέκτησαν, δοκιμάζουν ἀκατανίκητες δυσκολίες στὸ νὰ ἐγκλιματισθοῦν πάλι στὴ πατρίδα τους»). 
10. Ὅπως [1] σέλ. 39-40. 
11. Χρύσ. Παπαδόπουλου, Ἡ ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ Μεγάλη ἐπανάστασις τοῦ 1821., ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑ (1950) σ. 316. 
12. M.S. Anderson, The Eastern Question, London 1966 σελ. 71. 
13. Ἀνέκδοτη Μαρτυρία, ποὺ ἀνακοινώθηκε στὸ συμπόσιο ἀπὸ τὸν κ. Πᾶν. Χριστόπουλο. 
14. Βλ. Ἒμμ Ι. Κωνσταντινίδου, Ἡ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία κατὰ τὴν Ἐπαναστατικὴν καὶ τὴν μέχρι τῆς ἀφίξεως τοῦ Ὄθωνος μεταβατικὴν Ἐποχὴν (1821-1833), Ἐν Ἀθήναις 1970 σέλ. 53. Τοῦ ἰδίου Ι. Καποδίστριας καὶ ἡ ἐκκλησιαστική του πολιτική, Ἀθῆναι 1977 πρβλ. Γ.Δ. Μεταληνοῦ, Ἰω Καποδίστριας ὄπ. π. σέλ. 253. 
15. Γέν. ἐφημερίδα τῆς κυβερνήσεως 1829 ἂρ 73, 74. 
16. Σημειώσεις εἰς τὸ προσωρινὸν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1822 ἔτους, στοῦ Γ. Βαλέτα, Κοραὴ ἅπαντα τὸμ Ἃ’ Ἀθήνα σ. 399. 
17. Τρ. Εὐαγγελίδου, ἡ Παιδεία ἐπὶ τουρκοκρατίας, τόμ. Ἃ’ Ἀθῆναι 1936. 
18. Γ. Δ. Μεταλληνοὺ Ἐξευρωπαϊσμὸς καὶ Ἑλλαδικὸς Μοναχισμός, στὸν τόμο τοῦ ἰδίου, Ἑλληνισμὸς Μετέωρος Ἀθήνα 1992. 
19. π. Γ. Δ. Μεταλληνοὺ Κῶν. Οἰκονόμος πρὸς Τίτωφ. 
20. Γ. Δ. Μεταλληνοὺ Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκεφάλου Παραλειπόμενα, Ἀθήνα 1989 σέλ. 33. 
21. Ὅπως ἐπάνω σέλ. 299. 

Τὸ παραπάνω κείμενο εἶναι, οὐσιαστικά, μία περίληψη τῆς μελέτης γιὰ τὸν Ι. Καποδίστρια τοῦ π. Γ. Δ. Μεταλληνού, ὅπως ἀναφέρεται στὸ βιβλίο τοῦ «Ἑλληνισμὸς Μαχόμενος». Ἐπιμέλεια – προσαρμογὴ – προσθῆκες: Θωμὰς Δρίτσας 

Ἑλληνισμὸς Μαχόμενος, Ἐκδόσεις Τῆνος, Ἀθήνα 1995