Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Η Μνήμη είναι Αντίσταση – Μια συνέντευξη με τον Θεοφάνη Μαλκίδη για τη Γενοκτονία

Η 19 Μαΐου τιμάται ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας,  μιας από τις πιο σκοτεινές σελίδες του 20ού αιώνα, που σφράγισε τη μοίρα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Ανατολής. Στο πρόσωπο του Θεοφάνη Μαλκίδη συναντά κανείς όχι μόνο έναν καταξιωμένο επιστήμονα και ερευνητή, αλλά και έναν ακούραστο υπερασπιστή της ιστορικής μνήμης.

Παιδί προσφύγων, ο ίδιος κουβαλά μέσα του το τραύμα και την αντοχή των χαμένων πατρίδων και έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη και ανάδειξη των Γενοκτονιών που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα, των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Με ερευνητική προσήλωση, διεθνή παρουσία και ένα έργο μεταφρασμένο σε πλήθος γλωσσών, ο κ. Μαλκίδης δεν καταγράφει απλώς γεγονότα, τα ανασύρει με αξιοπρέπεια από τη σκόνη της λήθης και τα μετατρέπει σε φάρο για τις επόμενες γενιές.


Η μαρτυρία του Θεοφάνη Μαλκίδη δεν είναι απλώς μια ακαδημαϊκή συνεισφορά, είναι μια πράξη ευθύνης. Σε μια εποχή όπου η παραχάραξη της Ιστορίας και η πολιτική σκοπιμότητα επιχειρούν να αποσιωπήσουν τα εγκλήματα του παρελθόντος, η φωνή του αποτελεί υπενθύμιση, ότι χωρίς δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει συμφιλίωση. Η γενοκτονία δεν είναι ένα «εθνικό θέμα», είναι οικουμενικό ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλά για την ιστορική τεκμηρίωση της γενοκτονίας, τις δυσκολίες διεθνούς αναγνώρισης, τη στάση της Ελλάδας, αλλά και για τον ρόλο που μπορούν να παίξουν οι νέες γενιές στη διατήρηση της αλήθειας. 


Με λόγο νηφάλιο αλλά παθιασμένο, ο Θεοφάνης Μαλκίδης μας θυμίζει πως η Μνήμη δεν είναι απλώς καθήκον, είναι πράξη αντίστασης απέναντι στη λήθη και την αδικία.



Κύριε Μαλκίδη, ως παιδί προσφύγων, πώς βιώσατε την έννοια της μνήμης και της ταυτότητας μέσα στην οικογένειά σας;

Ως παιδί, η έννοια της μνήμης και της ταυτότητας ήταν παρούσες: στις διηγήσεις των μεγαλυτέρων, στα τραγούδια, στα φαγητά, στις λέξεις αλλά και στις σιωπές. Η μνήμη ήταν ζωντανή, όχι ως στατική προσέγγιση, αλλά ως δημιουργική και παραγωγική πράξη. Ως πράξη αντίστασης. Η κορυφαία συνιστώσα της συνειδητοποίησής μου ήταν η γιαγιά μου, η οποία είχε χάσει την αδελφή της στη Γενοκτονία και κάθε Κυριακή ακούγαμε στο ραδιόφωνο τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού. Αυτή η αγνοούμενη Ελληνίδα δεν βρέθηκε ποτέ και ίσως τελικώς, αυτή η ιδιαίτερη στιγμή στην προσωπική, οικογενειακή και συλλογική ταυτότητα των προσφύγων και ειδικότερα της οικογένειάς μου, με ώθησε να αφιερωθώ στη μελέτη και τη διαφύλαξη της μνήμης.

Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε ως μελετητής και ακτιβιστής με τη Γενοκτονία των Ποντίων και άλλων λαών της Ανατολής;

Η ενασχόλησή μου με τη Γενοκτονία δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, ήταν μια βαθιά προσωπική και ηθική ανάγκη. Μεγάλωσα ακούγοντας αφηγήσεις ανθρώπων που είχαν χάσει τα πάντα, εκτός από την αξιοπρέπειά τους και τη μνήμη τους. Αυτές οι ιστορίες δεν ήταν «ιστορία» με την στενή έννοια, αλλά κομμάτι μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπου οι πρωταγωνιστές συνέχιζαν να πολεμούν την Ύβρι, αγωνιζόμενοι για τη Νέμεση. 

Η συνάντηση με τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη, τον εκφραστή της πάλης και  της μνήμης απέναντι στη σιωπή, στην αδιαφορία και τη λήθη, με ώθησε ακόμη περισσότερο. Ζήσαμε το περιθώριο του ζητήματος, αφού για δεκαετίες, η Γενοκτονία είτε υποβαθμιζόταν, είτε αγνοούνταν από την επίσημη πολιτεία, από τα εκπαιδευτικά προγράμματα και από το δημόσιο πολιτικό λόγο. Ένιωθα ότι αυτή η σιωπή ισοδυναμεί με δεύτερη Γενοκτονία, που αφορούσε τη μνήμη, την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.

Αποφάσισα, λοιπόν, να συνθέσω την επιστημονική μελέτη με την κοινωνική δράση. Γιατί η αλήθεια δεν είναι απλώς ένα ιστορικό δεδομένο, είναι και πολιτική και ηθική υποχρέωση, είναι στοιχείο της οντολογίας μας. Η αναγνώριση δεν αφορά (μόνο) το παρελθόν, αλλά το πώς διαμορφώνουμε το μέλλον: με αλήθεια ή με λήθη, με δικαιοσύνη ή με συνενοχή, με φωνή ή με σιωπή, με πράξη ή με αδιαφορία;

Ποια είναι τα βασικά ιστορικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη Γενοκτονία των Ποντίων και γιατί εξακολουθούν να αμφισβητούνται από ορισμένους;

Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης με τα έργα του και ειδικότερα με το 14τομο για τη Γενοκτονία, έχει τεκμηριώσει την τέλεση της Γενοκτονίας, μέσα από πληθώρα πρωτογενών πηγών, διπλωματικών αναλύσεων, μαρτυριών και αναφορών διεθνών παρατηρητών.

Από το 1908 έως το 1923, οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια ο Κεμάλ σχεδίασαν και εκτέλεσαν με συστηματικό τρόπο πορείες θανάτου, εκτελέσεις, βασανιστήρια και εξισλαμισμούς, εν τέλει υλοποίησαν τη Γενοκτονία. Στην ερώτηση γιατί αμφισβητείται το έγκλημα, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε γεωπολιτικούς λόγους, αφού πολλές χώρες αποφεύγουν την επίσημη αναγνώριση λόγω των σχέσεών τους με την Τουρκία, η οποία αρνείται πεισματικά τον όρο Γενοκτονία, άρνηση η οποία έχει ενσωματωθεί στην κρατική παιδεία και εξωτερική πολιτική. Επίσης, οφείλεται σε ελλιπή εκπαίδευση και ενημέρωση, αφού η Γενοκτονία είτε απουσιάζει, είτε αναφέρεται ως «διωγμοί» ή «τραγωδία», χωρίς να αποδίδεται ο νομικός χαρακτηρισμός του ΟΗΕ ο οποίος χρησιμοποιεί ελληνικές λέξεις, ενώ ο εμπνευστής του όρου καθηγητής του Γέιλ Ραφαήλ Λέμκιν, αναφέρθηκε στις σφαγές εναντίον των Ελλήνων και των Αρμενίων. Επιπλέον ορισμένοι ιστορικοί, ιδιαίτερα όσοι ακολουθούν ρεύματα «ιστορικής αναθεώρησης», υποβαθμίζουν το γεγονός στο πλαίσιο πολεμικών συγκρούσεων ή «ανταλλαγής πληθυσμών».

Πώς βοήθησε η αναγνώριση από τη Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών στο διεθνές κύρος του αιτήματος των Ποντίων;

Η αναγνώριση της Γενοκτονίας από τη Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (IAGS) το 2007, αποτέλεσε ένα ορόσημο με πολλαπλές συνέπειες για το αίτημα αναγνώρισης σε διεθνές επίπεδο.

Η απόφαση της IAGS, του έγκυρου φορέα σπουδών στον τομέα της Γενοκτονίας, βασίστηκε σε αδιάσειστα ιστορικά και νομικά στοιχεία. Έτσι, η Γενοκτονία δεν παρουσιάζεται πλέον απλώς ως «ισχυρισμός» των Ελλήνων, αλλά ως επιστημονικά αναγνωρισμένο ιστορικό γεγονός. Η αναγνώριση ενέταξε τη Γενοκτονία που υπέστη ο Ελληνισμός δίπλα σε εκείνες των Αρμενίων και των Ασσυρίων και ενίσχυσε το διεθνές αίτημα για αναγνώριση των Γενοκτονιών που διέπραξε η Τουρκία ως ενιαίο σχέδιο εξόντωσης των ανεπιθύμητων λαών. Το ψήφισμα της IAGS χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο πίεσης προς κυβερνήσεις, οργανισμούς και θεσμούς που διστάζουν να αναγνωρίσουν τη Γενοκτονία, επικαλούμενοι «έλλειψη επιστημονικής τεκμηρίωσης». Δημιουργήθηκε επίσης ένα ισχυρό προηγούμενο που ενισχύει τις ενέργειες επιστημόνων, οργανώσεων, κοινοβουλίων, προσφέροντας μια αντικειμενική, διεθνώς αποδεκτή φωνή, δυσκολεύοντας την «αμφισβήτηση» και κυρίως την άρνηση.

Τέλος, η απόφαση ενίσχυσε τον αγώνα μνήμης και τη συνεργασία με Αρμένιους και Ασσύριους σε κοινές δράσεις, ανά τον πλανήτη, για την αναγνώριση των γενοκτονιών.

Ποια ήταν η συμβολή σας στο άνοιγμα της Wikipedia στην Ποντιακή διάλεκτο και τι σηματοδοτεί αυτό για τη γλωσσική και πολιτισμική επιβίωση των Ποντίων;

Όλοι γνωρίζουμε αλλά και ενδεχομένως χρησιμοποιούμε την «Wikipedia», την ελεύθερη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια, που αναπτύσσεται συμμετοχικά από εθελοντές χρήστες και εκτός από την αναζήτηση της γνώσης, διαμορφώνει και συνειδήσεις στην εποχή. Με γνώμονα την αγάπη για τον Πόντο και ειδικότερα για τη διάλεκτο, την πλησιέστερη προς την αρχαία ελληνική γλώσσα η οποία συνεχίζει να ομιλείται σήμερα όπου υπάρχουν Πόντιοι, την 23η Σεπτεμβρίου 2007 τέθηκε σε λειτουργία από τρεις νέους ανθρώπους της Διασποράς, τον Ηλία Γρηγοριάδη, τον Ευστάθιο Παπαδόπουλο και τον Κωνσταντίνο Γρηγορούδη.

Λέγοντας «ποντιακή» εννοούμε ότι τα άρθρα της συγκεκριμένης «εγκυκλοπαίδειας» γράφονται αποκλειστικά στην ποντιακή διάλεκτο. Στόχος είναι να γίνει ένας συνδυασμός της νέας τεχνολογίας και της παλιάς συνήθειας (παράδοσης, γνώσης και ιστορίας) με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έτσι ώστε να μπορεί να ανατρέχει στο εξής ο κάθε ενδιαφερόμενος, που θέλει να εξασκήσει τις γνώσεις του στην ποντιακή διάλεκτο και παράλληλα να καλυφθούν κυρίως τα «ποντιακά θέματα» και όχι μόνο.

Η προσπάθεια πιστοποιήθηκε, όπως προβλέπεται από το καθεστώς λειτουργίας της «Wikipedia», μετά από σχετική αλληλογραφία και επαφές που είχα με τους υπεύθυνους του ιδρύματος της «Γουικιμίντια». Έτσι την 7η Ιανουαρίου 2009, δόθηκε η επίσημη έγκριση για την έκδοση της Ποντιακής «Wikipedia» σε δική της ανεξάρτητη σελίδα και από την 5η Μαρτίου 2009 άρχισε η κανονική της λειτουργία.

Η επίσημη λειτουργία της Ποντιακής «Wikipedia» («ανοιχτόν εγκυκλοπαίδεια ντο γράφκεται και τρανείν απ’ ατείνς που θέλνε»), συνέπεσε με την αναφορά στον Άτλαντα γλωσσών της «UNESCO» για την ποντιακή διάλεκτο και την ανάγκη επιβίωσής της στη σημερινή Τουρκία. Παράλληλα καθώς και με το δεδομένο της διδασκαλίας της ποντιακής διαλέκτου στην Ελλάδα και άλλες σχετικές πρωτοβουλίες από πανεπιστήμια, ερευνητές και συλλόγους, πραγματοποιήθηκε ένα ακόμη βήμα για την διάσωση και την διάδοσής της στις επόμενες γενιές.

Έχετε μιλήσει στον ΟΗΕ και στη Δημοκρατία της Αρμενίας. Πώς αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα τα αιτήματα αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου;

Η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει τα αιτήματα αναγνώρισης της Γενοκτονίας με ανάμεικτο τρόπο, από τη μία πλευρά υπάρχει πρόοδος (αναγνωρίσεις, συμμαχίες με άλλους λαούς που έχουν υποστεί Γενοκτονία, ακαδημαϊκό και πολιτικό ενδιαφέρον) αλλά από την άλλη, υφίστανται και σημαντικές αντιστάσεις, οι οποίες οφείλονται κυρίως σε γεωπολιτικά συμφέροντα και διπλωματικούς συμβιβασμούς (πολιτική πίεση από την Τουρκία, διπλωματική ουδετερότητα μεγάλων δυνάμεων, έλλειψη διεθνούς πολιτικής πρωτοβουλίας από την Ελλάδα).

Το ενδιαφέρον είναι ότι η διεθνής κοινότητα ακούει και καταγράφει. Υπάρχει πλέον γνώση και ενδιαφέρον, ιδιαίτερα από ακαδημαϊκούς κύκλους και από την κοινωνία των πολιτών. Όμως, η πλήρης αναγνώριση προχωρά με μικρά βήματα, συχνά παγιδευμένη ανάμεσα στη διπλωματική σκοπιμότητα και την ηθική υποχρέωση. Γι’ αυτό και είναι κρίσιμος ο ρόλος μας, όχι μόνο ως πολιτών που ασχολούμαστε με το ζήτημα, αλλά και ως ενεργών φορέων της μνήμης που απαιτούν δικαιοσύνη.

Ποιες είναι οι κύριες διαφορές που βλέπετε ανάμεσα στην ελληνική και την αρμενική πολιτεία ως προς τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης της Γενοκτονίας;

Η σύγκριση ανάμεσα στην ελληνική και την αρμενική πολιτεία όσον αφορά τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης της Γενοκτονίας είναι αποκαλυπτική και φέρνει στο φως ουσιώδεις διαφορές σε επίπεδο πολιτικής βούλησης, εθνικής στρατηγικής και διαχείρισης της μνήμης. Η Αρμενία ακόμη και όταν δεν είχε διεθνή εκπροσώπηση ως μέρος της Σοβιετικής Ένωσης και κυρίως μετά την ανεξαρτητοποίησή της το 1991, έχει θέσει την αναγνώριση της Γενοκτονίας του 1915 στον πυρήνα της εξωτερικής της πολιτικής. Διατηρεί Εθνικό Μουσείο Γενοκτονίας, θεσμικό ερευνητικό ινστιτούτο, οργανώνει επίσημες τελετές κάθε χρόνο (24 Απριλίου) και υποστηρίζει οργανωμένα τη Διασπορά στον διεθνή αγώνα αναγνώρισης. Η Γενοκτονία είναι πυλώνας της αρμενικής εθνικής ταυτότητας, διδάσκεται συστηματικά στα σχολεία και προσεγγίζεται ως εθνικό τραύμα αλλά και πηγή ιστορικής αντοχής, παρούσας και μελλοντικής αντίστασης. Οι μαθητές μεγαλώνουν γνωρίζοντας με σαφήνεια τι συνέβη, γιατί συνέβη και ποιοι ευθύνονται. Η Διασπορά (ιδίως στις ΗΠΑ και στη Γαλλία) είναι οργανωμένη, πολιτικά ενεργή και συνεργάζεται στενά με το αρμενικό κράτος. Υπάρχει μακρόχρονη στρατηγική διεκδίκησης διεθνούς αναγνώρισης, με σαφή στόχο και επιμονή. Το Μνημείο στο Ερεβάν αποτελεί σύμβολο εθνικής ενότητας, εκεί όπου κάθε 24η Απριλίου συγκεντρώνονται εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, νέοι και νέες κυρίως. Είναι τόπος ιστορικής μνήμης και προσκύνημα εθνικής συνείδησης, το οποίο επειδή το έχω ζήσει μπορώ να σας πω ότι είναι συγκλονιστικό!

Από την άλλη πλευρά, παρότι η Ελλάδα αναγνώρισε επισήμως τη Γενοκτονία των Ποντίων το 1994 (και της Μικράς Ασίας το 1998), δεν έχει εφαρμόσει ολοκληρωμένη εξωτερική πολιτική που να διεκδικεί με συνέπεια διεθνή αναγνώριση. Η μνήμη έχει κατά κύριο λόγο εσωτερικό χαρακτήρα, στην εκπαίδευση παρουσιάζεται αποσπασματικά ή γενικά και οι οργανώσεις δραστηριοποιούνται χωρίς ενιαίο κέντρο και κρατική στήριξη. Η Ελλάδα σπάνια χρησιμοποιεί την εξωτερική της πολιτική και το διπλωματικό της οπλοστάσιο για να υποστηρίξει ενεργά το αίτημα αναγνώρισης, αφήνοντας την πρωτοβουλία στις συλλογικές εκπροσωπήσεις, στην κοινωνία των πολιτών και βεβαίως χωρίς υπάρχει ενιαίο εθνικό κέντρο μνήμης ή μουσείο ερευνητικό κέντρο γενοκτονίας.

Η Τουρκία συνεχίζει να αρνείται τις γενοκτονίες του 20ού αιώνα. Πιστεύετε ότι υπάρχουν σήμερα ελπίδες για επίσημη αναγνώριση;

Η επίσημη αναγνώριση των γενοκτονιών του 20ού αιώνα από την Τουρκία παραμένει σήμερα εξαιρετικά απίθανη στο άμεσο μέλλον. Η αναγνώριση θα ήταν ισχυρό χτύπημα στον εθνικισμό και στην ιστορική άρνηση και θα υπονόμευε το θεμέλιο της ψευδούς εθνικής ταυτότητας, όπως αυτή οικοδομήθηκε πάνω σε εγκληματικές πράξεις από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς, με άλλα λόγια η Τουρκία θα κατέρρεε.

Ωστόσο, υπάρχουν σημάδια ελπίδας, κυρίως από την κοινωνία των πολιτών, τα οποία αξίζει να αναγνωριστούν και να ενισχυθούν: ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, ακτιβιστές, εκδόσεις, ντοκιμαντέρ, εκδηλώσεις, συνέδρια, σε ένα από αυτά μετείχα ως εισηγητής, στηρίζουν μια διαφορετική από την επίσημη τουρκική ανάγνωση της Ιστορίας. Οι προσπάθειες αυτές ενισχύουν τον αγώνα για την αναγνώριση, αλλά ενισχύουν και τις φωνές μέσα στην Τουρκία που τολμούν να μιλήσουν, έστω και εάν τους στοιχίζει τη ζωή τους, όπως αυτή του δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ που δολοφονήθηκε!

Πόσο παρούσα είναι η Γενοκτονία των Ποντίων στα σχολικά βιβλία και στην επίσημη ελληνική εκπαίδευση; Τι θα προτείνατε να αλλάξει;

Η παρουσία της Γενοκτονίας στη σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση είναι, δυστυχώς, περιορισμένη, αποσπασματική και συχνά ασαφής. Παρόλο που η Πολιτεία έχει αναγνωρίσει επίσημα το έγκλημα από το 1994 και έχει ορίσει την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης, η εκπαίδευση παραμένει πίσω στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής και τεκμηριωμένης διδασκαλίας του θέματος.

Οι νέες και οι νέοι δεν μαθαίνουν επαρκώς ούτε τεκμηριωμένα τι συνέβη κατά τη περίοδο της Γενοκτονίας, δημιουργείται ένα κενό ιστορικής γνώσης που υπονομεύει τη συλλογική μνήμη και θολώνει τη διάκριση ανάμεσα σε θύτες και θύματα. Η μνήμη χωρίς εκπαίδευση οδηγεί στη λήθη και η διδασκαλία της ιστορικής αλήθειας δεν είναι ζήτημα «παρελθόντος», είναι ζήτημα δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συλλογικής αυτογνωσίας.

Ποια είναι η σημασία της λογοτεχνίας, της μουσικής και του θεάτρου στην ανάδειξη και διατήρηση της μνήμης των γενοκτονιών;

Η λογοτεχνία, η μουσική και το θέατρο δεν είναι απλώς μορφές τέχνης, είναι φορείς ιστορικής μνήμης και συλλογικής ταυτότητας, ιδίως όταν πρόκειται για τραύματα όπως οι Γενοκτονίες. Σε περιόδους όπου η ιστορική αλήθεια αποσιωπάται ή αμφισβητείται, οι τέχνες γίνονται η γλώσσα των σιωπηλών, το αρχείο των άγραφων μαρτυριών και ο καθρέφτης των συλλογικών πληγών και τραυμάτων. Μέσα από μυθιστορήματα, ποίηση, αφηγήσεις, η λογοτεχνία συναισθηματοποιεί την Ιστορία, προσφέρει προσωπική και βιωματική πρόσβαση στην τραγωδία, όχι με την αναφορά σε τι έγινε, αλλά πώς ένιωσαν οι άνθρωποι που το έζησαν. Για παράδειγμα «Το Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη ή «Οι Νεκροί Περιμένουν» του Δ. Χατζή, μεταφέρουν στον αναγνώστη τη φρίκη και την αξιοπρέπεια των επιζησάντων.

Η μουσική έχει λειτουργήσει ως φορέας μνήμης, ειδικά όταν το επίσημο κράτος σιωπούσε. Τα τραγούδια για τον ξεριζωμό, τον θρήνο, την πατρίδα που χάθηκε, μετέφεραν το τραύμα από γενιά σε γενιά και ειδικότερα η ποντιακή λύρα δεν ήταν και δεν είναι μόνο μουσικό όργανο, ήταν και είναι φωνή προφορικής ιστορίας. Παράλληλα, το θέατρο προσέφερε και προσφέρει πρόσωπο στην Ιστορία, με το κοινό να αντιλαμβάνεται δραματοποιημένα τον πόνο, την απώλεια, την αγωνία, αλλά και τη δύναμη και την ελπίδα για επιβίωση και συνέχεια.

Συνεπώς η τέχνη είναι η πιο ανθεκτική μορφή μνήμης. Εκεί που η πολιτική σιωπά ή η ιστορία αμφισβητείται, η λογοτεχνία, η μουσική και το θέατρο μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας με τρόπο βαθύτερο και διαχρονικό.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι της λήθης και της παραπληροφόρησης γύρω από τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας;

Η λήθη και η παραπληροφόρηση γύρω από τη Γενοκτονία εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους, όχι μόνο για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, αλλά και για τη μελλοντική κατανόηση, πρόληψη και αποτροπή παρόμοιων εγκλημάτων. Αυτοί οι κίνδυνοι δεν επηρεάζουν μόνο τα θύματα και την ελληνική κοινωνία, αλλά και την ανθρωπότητα γενικότερα. Ειδικότερα, ο ελληνικός λαός έζησε και την ατιμωρησία και την επανάληψη των εγκλημάτων: μετά από τη Σμύρνη και την Τραπεζούντα, είχαμε το Δίστομο και τα Καλάβρυτα, μετά από τον «δάσκαλο» Κεμάλ είχαμε τον «μαθητή» Χίτλερ!

Με τη λήθη και την παραπληροφόρηση, έχουμε εξαφάνιση της ιστορικής αλήθειας, αποσιώπηση της Ιστορίας, αναπαραγωγή μύθων, αδυναμία δικαιοσύνης, ατιμωρησία των θυτών, αναστολή της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νομιμοποίηση και αποδοχή της βίας, διαστρέβλωση, για πολιτικούς λόγους, των γεγονότων.

Για αυτό είναι κρίσιμο να στηρίζουμε την εκπαίδευση, την έρευνα και την τέχνη ως εργαλεία αποκατάστασης της μνήμης και της αλήθειας. Η αναγνώριση, είναι ο βασικός δρόμος για να αντισταθούμε στη λήθη και να χτίσουμε έναν κόσμο που θα σέβεται την ανθρώπινη ζωή και την αξιοπρέπεια.

Με ποιον τρόπο μπορεί η ιστορική αλήθεια να λειτουργήσει ως εργαλείο ειρήνης και συμφιλίωσης, χωρίς να εκδικείται αλλά να φωτίζει;

Η ιστορική αλήθεια μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ειρήνης και συμφιλίωσης, όταν την προσεγγίζουμε με την πρόθεση να φωτίσουμε το παρελθόν για να δημιουργήσουμε τις βάσεις για έναν κοινό μέλλον. Αυτή η προσέγγιση, η οποία είναι επίπονη και δύσκολη, επιτρέπει την αποδοχή του παρελθόντος, χωρίς να εξαναγκάζει σε σιωπή ή εκδίκηση. Η αλήθεια, όταν φωτίζεται σωστά, δεν δημιουργεί χάος, αλλά προσφέρει καθαρή εικόνα και ολοκληρωμένο σχέδιο για το μέλλον. Τελικώς κερδίζει η ίδια η ζωή!

Αν είχατε μπροστά σας έναν νέο άνθρωπο που αγνοεί πλήρως τη Γενοκτονία του Πόντου, τι θα του λέγατε μέσα σε μια φράση;

«Ποτέ ξανά!».

Τι ελπίζετε να αφήσετε ως παρακαταθήκη μέσα από το έργο σας, για τους Πόντιους, αλλά και για όλη την ανθρωπότητα;

Ιδιαίτερη ερώτηση αφού σχετίζεται με το προσωπικό αποτύπωμα: προσδοκώ την ισχυρή αίσθηση και διατήρηση της ιστορικής μνήμης, που θα ενδυναμώσει την αίσθηση της συνέχειας και της επιβίωσης της ταυτότητας των Ελληνίδων και των Ελλήνων και όλων των λαών που έχουν υποστεί Γενοκτονία. Επιθυμώ να ενισχύσω τη διεθνή ευαισθητοποίηση για την αναγνώριση του μαζικού εγκλήματος, έτσι ώστε η Ιστορία να φωτίσει τον δρόμο για μια κοινωνία βασισμένη στη δικαιοσύνη, την ειρήνη, τον σεβασμό της αξιοπρέπειας και της ανθρώπινης ζωής. Θα ήθελα, τέλος, να συμβάλλω στη γνώση έτσι ώστε να μην επαναληφθούν ανάλογες φρικαλεότητες, να ενθαρρύνω την αποδοχή του εγκλήματος ως απελευθερωτική πράξη για την Τουρκία και να μεταδώσω στις νέες και τους νέους τις οικουμενικές, δηλαδή τις ελληνικές αξίες, για την ανθρωπότητα: τη δικαιοσύνη, τη μνήμη, την αλήθεια!

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Θεοφάνης Μαλκίδης

Ο Θεοφάνης Μαλκίδης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη από γονείς πρόσφυγες. Είναι διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών στον τομέα της Κοινωνιολογίας της Ιστορίας και μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών, Ένωση η οποία το 2007 αναγνώρισε τις Γενοκτονίες των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων. Έχει μιλήσει σε διεθνή φόρα για το ζήτημα της Γενοκτονίας και έχει τιμηθεί από διάφορους φορείς σε Ελλάδα και εξωτερικό για την προσφορά του στην ιστορική μνήμη, καθώς και από την Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας και από τη Βουλή των Ελλήνων για την αλληλεγγύη του στον άγνωστο πάσχοντα συνάνθρωπο.

H συνέντευξη στον ραδιοφωνικό σταθμό Focus Fm