Από την Τσαριτσάνη στα βαρέλια του κρασιού και από εκεί στην Αγία Πετρούπολη. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ένωσε την Εκκλησία και συγκλόνισε την Ευρώπη.
Συντάκτης: Γρηγόρης Κεντητός
Όταν οι Τούρκοι άρχισαν τις σφαγές μετά την Επανάσταση του 1821, εκείνος βρισκόταν στην καρδιά της καταιγίδας, στην Κωνσταντινούπολη. Ήξερε ότι δεν είχε ούτε μία πιθανότητα να γλιτώσει, όχι γιατί κρατούσε όπλο, αλλά γιατί κρατούσε λόγο. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ιεροκήρυκας και λόγιος από την Τσαριτσάνη, δραπέτευσε μέσα σε ένα πλοίο, κρυμμένος ανάμεσα σε βαρέλια κρασί. Μα δεν έφυγε για να σωθεί. Έφυγε για να ακουστεί.
Στην Οδησσό φτάνει καταδιωγμένος, χωρίς σπίτι, χωρίς χώρα, αλλά με μια φωνή που θα άλλαζε τον τρόπο που η Ευρώπη έβλεπε την Ορθοδοξία. Όταν έφτασε εκεί, πληροφορήθηκε τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Μπροστά στο ακίνητο σώμα του Πατριάρχη, εκφώνησε έναν λόγο που άφησε τους παριστάμενους να τρέμουν. Ο λόγος μεταφράστηκε στα ρωσικά και κυκλοφόρησε στην Αγία Πετρούπολη. Από εκεί και πέρα, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος δεν ήταν πια δραπέτης. Ήταν η φωνή του ελληνικού πόνου.
Στην Αγία Πετρούπολη τον καλούν με τιμές. Γίνεται μέλος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας, τιμάται από τον ίδιο τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’, λαμβάνει σύνταξη και αξιώματα. Μα δεν παύει στιγμή να υπερασπίζεται την Ελλάδα, τη γλώσσα, την πίστη. Συγγράφει έργα θεολογικά, ρητορικά, εκπαιδευτικά, γλωσσολογικά. Κρατάει την παράδοση ζωντανή χωρίς να απορρίπτει την εξέλιξη. Γράφει για τη συγγένεια των σλαβικών γλωσσών με την ελληνική και διδάσκει σε ρωσικά και ελληνικά ακροατήρια.
Η διαδρομή του όμως δεν αρχίζει εκεί. Από τα παιδικά του χρόνια στην Τσαριτσάνη είχε δείξει σημάδια ιδιοφυίας. Ρητορεύει από άμβωνος στα 12. Σπουδάζει στα Αμπελάκια με τον Κωνσταντίνο Κούμα, γράφει σε ομηρική γλώσσα, μαθαίνει Γαλλικά, Λατινικά και φιλοσοφία. Στα 21 χειροτονείται διάκονος και κηρύττει σε όλη τη Θεσσαλία. Στη Σμύρνη ιδρύει με τον Κούμα το Φιλολογικό Γυμνάσιο και γίνεται σχολάρχης. Μα όταν όλα διαλύονται και η σχολή κλείνει, δεν σιωπά. Η Μεγάλη Εκκλησία τον διορίζει καθολικό ιεροκήρυκα. Και τότε ξεσπά η Επανάσταση.
Μετά την περιπέτεια της Ρωσίας, επιστρέφει στην Ελλάδα το 1834, εγκαθίσταται στην Αθήνα και γίνεται μια από τις πιο ισχυρές εκκλησιαστικές φωνές της εποχής. Πολεμάει την αυθαίρετη αποκοπή της Εκκλησίας της Ελλάδας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καταγγέλλει τη βαυαρική αντιβασιλεία, συγκρούεται προσωπικά με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Δεν πιστεύει πως η πίστη μπορεί να αυτονομείται πολιτικά. Υποστηρίζει ότι μόνο το Πατριαρχείο μπορεί να αναγνωρίσει αυτοκέφαλο.
Το 1850, χιλιοτραυματισμένος πνευματικά από τις συγκρούσεις, καταφέρνει κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο: μεσολαβεί για την επίσημη έκδοση του Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου που αναγνωρίζει το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Με μία φράση: ενώνει ό,τι είχε διαλυθεί.
Κηδεύει τον Ζωσιμά και τον Κολοκοτρώνη. Διδάσκει, γράφει, εκφωνεί. Ο γιος του, Σοφοκλής Οικονόμος, διασώζει το έργο του. Τάφηκε στην αυλή της Μονής Πετράκη και άφησε χρήματα για σχολεία, ορφανοτροφεία, βιβλιοθήκες, τη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Δεν έζησε ποτέ σαν ήρωας. Δεν έκανε ποτέ του επανάσταση με όπλο. Μα όταν χρειάστηκε, μπήκε στα βαρέλια, και έβγαλε τη φωνή του στον κόσμο.