Αγαπητοί φίλοι,
Η εξαιρετικά τιμητική πρόταση του Ανδρέα και του Γιώργου για έναν σύλλογο Φίλων του Αντιφωνητή στη Σύρο με έβαλε σε σκέψεις που θα ήθελα να κοινωνήσω μαζί σας. Έτσι ευελπιστώ να ξεπεραστεί το πρόβλημα που συνεπάγεται η απουσία μιας προσωπικής γνωριμίας και μιας βιωματικής εξοικείωσης με τον κύκλο των ανθρώπων του Αντιφωνητή στη Θράκη.
Σκέφτομαι, τι σκέψεις γεννά στο μυαλό ενός ανυποψίαστου Έλληνα αναγνώστη η πρώτη γνωριμία με το έντυπό μας; Είναι διάφανες οι απόψεις μας, είναι ξεκάθαρες οι τοποθετήσεις μας; Θα προσπαθήσω να εκθέσω τις προθέσεις των σχεδιαστών του εγχειρήματος πριν 11 χρόνια και το πού βρισκόμαστε σήμερα.
Ξεκινήσαμε παρακινημένοι από την ανάγκη να μιλήσουμε. Να πούμε όλα εκείνα που βλέπαμε να θάβονται μέσα στην τιποτολογία και την προπαγάνδα των ΜΜΕ, και να μεταφέρουμε σε ένα αναγνωστικό κοινό την αλήθεια που βιώναμε σχετικά με το μειονοτικό ζήτημα της Θράκης και όχι μόνο. Σιγά σιγά η προσπάθεια ευδοκίμησε και διαμόρφωσε μια θεματολογία και ένα ύφος που έχει φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς. Προσπαθήσαμε με την απαραίτητη δόση χιούμορ να αντιμετωπίσουμε την δριμύτητα των συνθηκών και να εξασφαλίσουμε μία απόσταση από τα πράγματα και μία επιείκεια για τα πρόσωπα. Επιχειρούμε να αναδείξουμε από τον ορυμαγδό των γεγονότων την ουσία τους και να συνθέσουμε - στον βαθμό του εφικτού - την παγκόσμια οπτική με την τοπική, την ενθαδική προβληματική με την μεταφυσική, την ακρίβεια των αναγραφομένων με την ερασιτεχνική προσέγγιση. Όλη η ζωή άλλωστε είναι μία δυσχερής απόπειρα ισορροπίας σε ποικίλα επίπεδα.
Καταπιαστήκαμε λοιπόν με το μειονοτικό πρόβλημα της Θράκης. Πώς να μιλήσεις γι’ αυτό χωρίς να παρεξηγηθείς όταν δίπλα σου τα πλυντήρια εγκεφάλων λειτουργούν εκκωφαντικά; Πώς να γλυτώσεις από τις ταμπέλες που θα σου κρεμάσουν οι άσχετοι, οι ανόητοι και οι πονηροί; Και πώς να δείξεις ότι δεν είναι μία τοπική ιδιαιτερότητα που σ’ ενδιαφέρει αλλά το μείζον πρόβλημα της συλλογικής μας παρακμής; Προσωπικά δεν νιώθω κάποια θρακική ταυτότητα να με καθορίζει: Δεν με απασχολεί το θρακικό εξαιτίας της εντοπιότητάς μου αλλά εξαιτίας της ελληνικότητάς μου.
Αναγκαστικά λοιπόν ήρθαμε σε ρήξη με την τοπική διαπλοκή, συχνά προσωποποιημένη σε ισχυρούς εκπροσώπους θεσμών. Πώς αλλιώς να πράξεις όταν αντιμετωπίζεις τον εκτουρκισμό που προκαλεί η στάση ενός νομάρχη ή ενός δημάρχου; Και πώς να μην μιλήσεις για την ενδημική διαφθορά που είναι η στέρεη βάση για κάθε εθνικό ολίσθημα;
Και να ήταν μόνο τα πρόσωπα; Οι ίδιοι οι κομματικοί μηχανισμοί, που εξαχρείωσαν το λαϊκό ήθος, δεν αποτελούν μήπως παράγοντα της σύνολης παρακμής μας; Όσο κι αν μέσα στα κόμματα (μικρά και μεγάλα) επιβιώνουν ακόμη άνθρωποι σοβαροί και έντιμοι, τι ελπίδα μπορεί να διασώζει για το αύριο του τόπου μας – και κυρίως του τρόπου μας – το πολιτικό σκηνικό της πατρίδας μας;
Αν σ’ αυτά προσθέσει κανείς την αναγκαία διασύνδεση με τα διεθνή, το περιβάλλον δηλαδή των αφεντικών, όπου διαμορφώνεται η εκάστοτε γραμμή πλεύσης της κοινωνίας μας και του ελληνικού κράτους, έχουμε όλο το …μενού του «Αντιφωνητή». Κι εδώ βεβαίως οι προσεγγίσεις δεν είναι λιγότερο παρεξηγήσιμες, καθώς αν ήταν να τροφοδοτούμε τον καταναλωτισμό ειδήσεων με κοινοτυπίες και σαχλαμαρίτσες δεν θα γράφαμε ποτέ τίποτε. Το διαδίκτυο είναι η βασική μας πηγή πληροφοριών, όπου ένα δίκτυο φίλων σε συνδυασμό με το προσωπικό μας φίλτρο αποδίδει ένα εντυπωσιακό, πράγματι, αποτέλεσμα.
«Ποιοι βρίσκονται πίσω από αυτό το εγχείρημα;» είναι το εύλογο ερώτημα που αναδύεται για πολλούς. Κατανοούμε την απορία, καθώς ο μεν Τύπος είναι εξ ορισμού ύποπτος, η δε επιτυχία του «Αντιφωνητή» είναι δύσκολο να αποδοθεί σε μια φιλική παρέα της Κομοτηνής που λειτουργεί χωρίς καμμία οικονομική ή κομματική αβάντα. Τι να κάνουμε όμως που αυτή είναι η αλήθεια; Να δημιουργήσουμε εμείς φανταστικούς προστάτες; Οκ, ποιον θέλετε; Οι κομματάνθρωποι φαντάζονται επιχειρηματίες χορηγούς, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια (πώς θα λειτουργούσε ένα κόμμα χωρίς τέτοιες πλάτες;). Οι Τούρκοι είναι υπερβέβαιοι για μυστικές υπηρεσίες, αφού κι αυτοί δεν γνωρίζουν άλλον τρόπο ύπαρξης για μία τέτοια προσπάθεια. Οι «αριστεροί» πιθανολογούν παρακρατικές διασυνδέσεις, προβάλλοντας στο παρόν (και σε μας) τις τραυματικές εμπειρίες του πολιτικού τους χώρου. Διαλέγετε λοιπόν και παίρνετε, εμείς δεν μπορούμε να πείσουμε κανέναν ότι δεν είμαστε ελέφαντες. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω. Για τις άλλες ρετσινιές που κατά καιρούς εκτοξεύονται εναντίον μας δεν θα επιχειρηματολογήσουμε, ο επαρκής και απροκατάληπτος αναγνώστης μπορεί και μόνος του να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Οι ποικίλες εκδηλώσεις, κυρίως βιβλιοπαρουσιάσεις, που οργανώσαμε στα χρόνια 1998-2009 είναι ένας άλλος μάρτυρας για μας και για την μαρτυρία μας. Τελευταίως έχουν πληθύνει οι ομιλίες με θέμα τη Θράκη ή τον «Αντιφωνητή» σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος και αυτό είναι ένα πολύ καλό σημάδι για την εμβέλεια του λόγου μας που κερδίζει ολοένα φίλους ανά τη χώρα, κάτι που δεν τολμούσαμε να φανταστούμε στο ξεκίνημα της προσπάθειάς μας. Ποια είναι λοιπόν σήμερα η προοπτική;
Στις συνθήκες απόγνωσης και αδιεξόδου που βιώνουμε στον συλλογικό μα και ατομικό μας βίο, πολλοί φίλοι βρίσκουν στον λόγο μας μιαν ανάπαυση κι ελπίδα. Η εναντίωση στην πολιτική ορθότητα, ο χλευασμός της άνωθεν επιβεβλημένης ατζέντας, η κραυγή για τον τσίτσιδο βασιλιά, ο επαναστοχασμός περί το καίριον, η αναγκαιότητα για έναν νέο πατριωτισμό που θα διασώσει το ελληνικό μας μέλλον είναι προτεραιότητες που μοιράζονται μαζί μας πολλοί άνθρωποι ανά τη χώρα.
Μπορούμε να υπάρξουμε ως πυρήνες ζωντανοί μέσα στις τοπικές κοινωνίες;
Μπορούμε να υποστασιάσουμε την πολιτική εγρήγορση έξω από κάθε κομματικό σχηματισμό, όχι όμως κι από το περιθώριο;
Μπορούμε να αναλάβουμε τον κίνδυνο της έκθεσης στα μάτια μιας κοινωνίας κορεσμένης, διεφθαρμένης και καχύποπτης;
Στη Θράκη το πετύχαμε σε βαθμό απολύτως ικανοποιητικό και, δόξα τω Θεώ, είμαστε ισχυρότεροι από ποτέ.
Ήρθε, λέτε, η ώρα και για το επόμενο βήμα;