Ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα Εμμανουέλε Γκράτσι αποκάλυψε ότι ο Τσιάνο τον είχε ρωτήσει πώς θα ήταν δυνατόν«να βρεθούν κάποιοι Αλβανοί που θα ξεκαθάριζαν τον βασιλέα της Ελλάδας»
Σε μια δεξίωση λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 1940, στη Ρώμη, στην οποία παρευρίσκονταν όλοι σχεδόν οι ξένοι διπλωμάτες, ο Τσιάνο απαντώντας στον εκπρόσωπο του Βατικανού, ο οποίος τον ρώτησε για τα σχέδιά του στην Αλβανία, ακούστηκε να λέει, με φωνή που να τον προσέξουν οι ξένοι, ότι η Ελλάδα «είναι τόσο φτωχή, που μόνο ένας τρελός θα την εποφθαλμιούσε».
Μία εβδομάδα αργότερα ο ίδιος ο Τσιάνο γράφει στο «Ημερολόγιό» του: «Ολο το πρόγραμμα οδοποιίας στην Αλβανία έχει κατεύθυνση τα ελληνικά σύνορα». Αλλωστε, όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, τον Απρίλιο του 1939, πάλι για να κοιμίσει την Αθήνα, τηλεγραφεί στον ιταλό πρεσβευτή στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι «να επισκεφθεί το ταχύτερον τον πρωθυπουργό, στρατηγό Μεταξά, και να τον διαβεβαιώσει ότι οι φήμες για ιταλικές προετοιμασίες με στόχο την Ελλάδα είναι απολύτως ψευδείς και τις κυκλοφορούν agents provicateurs» (η λέξη provοcateurs είναι γραμμένη ανορθόγραφα, στο πρωτότυπο). Ο Μεταξάς σημειώνει κάπου στο δικό του «Ημερολόγιο» αυτή την «ψευδή διαβεβαίωση». Ο Γκράτσι στο βιβλίο του «Ιl Ρrincipio della fine» (1945) αποκαλύπτει ότι στις 30 Απριλίου 1940 είχε συνάντηση με τον υπουργό του, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης, και αφού συζήτησαν για την «αγγλική διείσδυση» στην Ελλάδα και στην «ηττοπάθεια των φιλοπόλεμων» ελλήνων αξιωματικών, ο Τσιάνο, προσποιούμενος ότι δήθεν αναρωτιέται, ζήτησε τη γνώμη του πρέσβη του πώς θα ήταν δυνατόν «να βρεθούν κάποιοι Αλβανοί που θα ξεκαθάριζαν τον βασιλέα της Ελλάδας». Ο Γκράτσι εξανίσταται. Πώς ήταν δυνατόν ο υπουργός του να νομίζει ότι «ένας άνθρωπος [σαν τον Γκράτσι] θα μπορούσε να κάνει τέτοια δουλειά». Τα γερμανικά αρχεία, προφανώς πληροφορίες του Κανάρις, αναφέρουν ότι το ίδιο ερώτημα έθεσε ο Τσιάνο και στον υπαρχηγό της Μυστικής Υπηρεσίας του Φασιστικού Κόμματος Ετορε Γκαλβάνι.