Ολοκαύτωμα της Βιάννου
Το oλοκαύτωμα (ή Σφαγή) της Βιάννου αναφέρεται στις μαζικές εκτελέσεις κατοίκων και καταστροφές πάνω από 20 χωριών στις περιοχές της Βιάννου και της Ιεράπετρας στο νησί της Κρήτης από Γερμανούς Ναζί κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Οι εκτελέσεις, που πραγματοποιήθηκαν από μονάδες της Βερμάχτ στις 14-16 Σεπτεμβρίου του 1943 είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους καταγεγραμμένα 461 άτομα, ενώ υποστηρίζεται οτι ο συνολικός αριθμός των νεκρών ξεπερνά τους 500.
Τα χωριά λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν οι σοδειές, επίσης πολλά κάηκαν. Οι εκτελέσεις διατάχτηκαν από τον στρατηγό Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ, που έμεινε γνωστός και ως ο σφαγέας της Κρήτης, σαν αντίποινα για δράσεις της Κρητικής αντίστασης. Το ολοκαύτωμα της Βιάννου θεωρείται το δεύτερο μεγαλύτερο της Ελλάδας μετά των Καλαβρύτων.
Η Βιάννος είναι ορεινή περιοχή στην νοτιοανατολική πλευρά του νομού Ηρακλείου. Τα χωριά της σημερινής επαρχίας Βιάννου και τα γειτονικά οκτώ της επαρχίας Ιεράπετρας αποτελούσαν ως το 1934 μια επαρχία. Έτσι ενώ μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς το Ηράκλειο βρισκόταν υπό Γερμανική κατοχή, το Λασίθι αλλά και τα χωριά της Βιάννου ήταν υπό Ιταλική κατοχή. Μέχρι το 1942 η εμφάνιση τους στην περιοχή ήταν ελάχιστη, επιτρέποντας έτσι τη δημιουργία ομάδων αντίστασης από ντόπιους. Μια από τις ομάδες αυτές ήταν η ομάδα του Μανόλη Μπαντουβά. Από το 1942 και μετά αρχίζουν να κάνουν κάποιες εμφανίσεις στην περιοχή Γερμανοί, αλλά είναι κυρίως στη Βιάννο και στα παραλιακά χωριά της Άρβης και του Τσούτσουρου. Το Μάιο του 1943 εγκατέστησαν φυλάκιο με τρείς στρατιώτες στην Κάτω Σύμη, το οποίο φαινομενικά ήταν υπεύθυνο για τη συλλογή πατάτας για τις γερμανικές δυνάμεις, αλλά στην ουσία είχε σκοπό την παρακολούθηση της περιοχής.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, η Ιταλία συνθηκολογεί και αρχίζει να φημολογείται οτι οι Αγγλοι θα έκαναν απόβαση στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην παραλία των επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας. Ακόμη λεγόταν οτι ο Μπαντουβάς βρισκόταν σε συνεννόηση με τον διοικητή των ιταλικών στρατευμάτων του Ν. Λασιθίου, στρατηγό Κάρτα, για να παραδώσουν οι Ιταλοί τον οπλισμό τους στους αντάρτες και, όσοι από αυτούς ήθελαν, να πολεμήσουν μαζί τους ενάντια στους Γερμανούς. Τα νέα αυτά που όμως δεν είχαν επιβεβαιωθεί δημιούργησαν κλίμα ενθουσιασμού στους κατοίκους.[1] Ο Μπαντουβάς, το βράδυ της 9ης προς τη 10η Σεπτεμβρίου 1943 δίνει διαταγή να εξουδετερωθεί το φυλάκιο. Οι αντάρτες εισέβαλαν στο φυλάκιο τη νύχτα και επιχειρούν να συλλάβουν κοιμώμενους δύο Γερμανούς στρατιώτες, όμως ακολουθεί μάχη κατά την οποία οι Γερμανοί σκοτώνονται. Οι αντάρτες κρύβουν τα πτώματα σε μια σπηλιά. Το περιστατικό αυτό χαρακτηρίζεται αμφιλεγόμενο όσον αφορά τα κίνητρα και τη σκοπιμότητά του.
Οι Γερμανοί όταν εντοπίζουν τα πτώματα στέλνουν 165 άντρες στην περιοχή να διερευνήσουν τι έγινε. Ο Μπαντουβάς στήνει ενέδρα με τέσσερις ομάδες ανταρτών, με επικεφαλής τους Χρήστο Μπαντουβά, Γιώργη Νιριανό, Γιάννη Ποδιά και Δημήτρη Παπά, τοποθετημένες σε κατάλληλες θέσεις στην Κάτω Σύμη και στα υψώματα που βρίσκονται στην ανατολική και δυτική πλευρά της κοιλάδας, μέσα από την οποια περνά ο δρόμος προς την Κάτω Σύμη. Οι Γερμανοί, για προστασία από τους αντάρτες είχαν πιάσει αιχμαλώτους από τα γύρω χωριά τους οποίους είχαν βάλει μπροστά σαν ασπίδα και τους οποίους σκόπευαν να εκτελέσουν σαν αντίποινα για το φόνο των δυο στρατιωτών. Κατά τις 10 το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου αρχίζουν να μπαίνουν στην κοιλάδα με τους ομήρους μπροστά. Οι αντάρτες που αναγνώρισαν τους ομήρους χτύπησαν από ανατολικά, κι έτσι ενώ οι Γερμανοι χτυπήθηκαν, οι όμηροι ελευθερώθηκαν και ενώθηκαν με τους αντάρτες. Ακολούθησε μεγάλη μάχη στην περιοχή μεταξύ Σύμης και Πεύκου η οποία κράτησε μέχρι αργά και στην οποία ηττήθηκαν οι Γερμανοί.Δεν είναι εξακριβωμένο πόσες ήταν οι απώλειές τους. Οι αντάρτες του Μπαντουβά έχασαν έναν άντρα και αποσύρθηκαν στα βουνά παίρνοντας ομήρους.
Ο Μύλλερ, εξοργισμένος για την ήττα του και το χαμό των ανδρών του αλλά και θέλοντας να αποτρέψει τους Ιταλούς στρατιώτες να αποσκιρτήσουν προς τους αντάρτες στα βουνά, δίνει τη διαταγή:
«Καταστρέψατε την επαρχία Βιάννου. Εκτελέσατε πάραυτα, χωρίς διαδικασία, τους άρρενες που είναι πάνω από 16 ετών καθώς και όλους όσοι συλλαμβάνονται στην ύπαιθρο, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας».
Πάνω από 2000 άντρες μαζεύτηκαν στη Βιάννο και χωρίστηκαν σε ομάδες για να θέσουν σε εφαρμογή τη συστηματική καταστροφή των χωριών και των κατοίκων. Στις 13 Σεπτεμβρίου, την παραμονή των ομαδικών εκτελέσεων, συγκέντρωσαν στον Αγιο Βασίλειο όσους βρίσκονταν εκεί, και αφού τους διαβεβαίωσαν ότι όσοι ήταν στα σπίτια τους δε θα πάθαιναν τίποτα, τους είπαν οτι όσοι βρίσκονταν εκτός θα θεωρούνται αντάρτες, θα εκτελούνται επιτόπου και τα σπίτια τους θα καίγονται. Η είδηση διαδόθηκε και στα γύρω χωριά, και πολλοί που κρύβονταν γύρισαν στα σπίτια τους.
Την επόμενη μέρα το πρωί ξεκίνησε η καταστροφή. Την Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 1943, ημέρα του Τίμιου Σταυρού έβαλαν φωτιά στον Πεύκο και τη Σύμη. Ταυτόχρονα επιδόθηκαν σε μαζικές εκτελέσεις, λεηλασίες βανδαλισμούς και κατεδαφίσεις, στα χωριά Κεφαλοβρύσι, Κάτω Σύμη, Αμιράς, Πεύκος, Βαχός, Άγιος Βασίλειος, Άνω Βιάννος, Συκολόγος, Κρεββατάς, Καλάμι, και Λουτράκι της Βιάννου και Μύρτος, Γδόχια, Ρίζα, Μουρνιές, Μύθοι, Μάλλες, Χριστός και Παρσάς - Μεταξοχώρι της Ιεράπετρας. Όλοι οι άνδρες ηλικίας από 16 ετών και άνω στα χωριά αυτά εκτελέστηκαν. Σύμφωνα με μαρτυρίες το βράδυ οι Γερμανοί γιόρτασαν τη νίκη τους, μεθώντας, χορεύοντας και τραγουδώντας, χλεύαζαν τις γυναίκες που έκλαιγαν τους νεκρούς τους και εξυμνούσαν τον Χίτλερ και τη Γερμανία.
Εκτός από τις εκτελέσεις, οι Γερμανοί έκλεισαν στο γυμνάσιο της Άνω Βιάννου 137 άντρες από τα χωριά Καλάμι και Συκολόγο, ενώ μέσα στο σχολείο είχαν συγκεντρώσει και άλλους ομήρους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και γυναίκες. Συνολικά υπήρχαν περι τα 300 άτομα μέσα στο σχολείο, τα οποία είχαν σκοπό να εκτελέσουν, εάν οι αντάρτες δεν απελευθέρωναν τους ομήρους που είχαν πάρει μαζί τους. Οι αντάρτες όμως δεν ήταν διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε ανταλλαγή και η εκτέλεση αποφεύχθηκε χάρη στις δραματικές προσπάθειες και παραστάσεις των αντιπροσώπων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και της Εκκλησίας, με επίμονες προσπάθειες των τότε αρχιμανδρίτη και αργότερα Αρχιεπίσκοπου Κρήτης Ευγένιου Ψαλιδάκη και του τότε Επισκόπου Πέτρας Διονύσιου Μαραγκουδάκη. Οι όμηροι αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι στις 25 Σεπτεμβρίου 1943.
Ένα μήνα αργότερα, στις 14 Οκτωβρίου, ειδικά συνεργεία Γερμανών κατεδαφίζουν με δυναμίτες και πυρπολούν τα χωριά Κεφαλοβρύσι, Κρεββατά Πεύκο, Σύμη, Καλάμι και Συκολόγο, καθώς και τα χωριά της δυτικής Ιεράπετρας Μύρτος, Γδόχια, Μουρνιές και τον οικισμό “Καημένου” της Ρίζας.
Το ολοκαύτωμα της Βιάννου θεωρείται το δεύτερο μεγαλύτερο της Ελλάδας μετά των Καλαβρύτων.Παρά την έκταση και τη φρικαλεότητα των καταστροφών που συνέβησαν όμως, δεν είναι πολύ γνωστό στο ευρύ κοινό[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων θεωρείται πως είναι 461 άτομα, όμως πολλές πηγές υποστηρίζουν πως ξεπερνάει τα 500. Πάνω από 1000 σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς. Πήρε δεκαετίες στα χωριά να επανέλθουν σε μια κανονικότητα, ενώ κάποια που κάηκαν συθέμελα ερήμωσαν.
Ο στρατηγός Μυλλερ συνελήφθη από τον Κοκκινο στρατό στην Ανατολική Πρωσσία και εκδόθηκε στην Ελλάδα, μαζί με τον Μπρούνο Μπραουερ, όπου καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 9 Δεκεμβρίου του 1946. Εκτελέστηκε στις 20 Μαίου 1947. Κανείς άλλος δε διώχτηκε για τα εγκλήματα αυτά ούτε δόθηκε ποτέ καμία αποζημίωση.
Σήμερα, στο χωριό Αμιράς υπάρχει ηρώον αφιερωμένο στη μνήμη των νεκρών.
wikipedia.gr