Τρίτη 16 Μαΐου 2023

Ποιος εις τον κόσμον φάνηκε κι αγάπη δεν κατέχει



Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα σε πίνακα του Θεόφιλου

 Ποιος εις τον κόσμον φάνηκε κι αγάπη δεν κατέχει,

ποιος δεν την εδοκίμασε; ποιος δεν τήνε ξετρέχει;


Τη λαμπιράδα τση φωτιάς ορέκτηκα κι εθώρου,
κι εσίμωσα κι εκάηκα, να φύγω δεν εμπόρου.

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ “ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ”

ποίημα ερωτικών

Ο Γ. Σεφέρης γράφει για τον Ερωτόκριτο:

Μια φυλλάδα ελεεινά τυπωμένη σε χαρτί εφημερίδας, όπου, χωρίς να λογαριάσει κανείς τα τυπογραφικά λάθη, ο εκδότης παίρνει την άδεια να αλλάζει κάθε λέξη όπως του αρέσει· μ’ ένα εξώφυλλο χρώμα κουφέτου, είτε τριανταφυλλί, είτε φυστικί – μ’ αυτή την όψη κυκλοφορούσε, από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, ο Ερωτόκριτος, “ποίημα ερωτικών (το ον με με ωμέγα στο αντίτυπό μου), συνταχθέν παρά Βικεντίου Κορνάρου, του εκ της Σιτίας χώρας, εν τη νήσω της Κρήτης”. Κυκλοφορούσε ανάμεσα στις ταπεινές τάξεις, στα νησιά, στις επαρχίες του ελλαδικού κράτους, στις μεγάλες μητροπόλεις του Έθνους. 



Τις περισσότερες φορές το πουλούσαν γυρολόγοι. Θυμάμαι, παιδί στη Σμύρνη, κάθε απόγεμα, την ίδια ώρα, την ίδια φωνή στο δρόμο: “Έχω βιβλία διάφορα! Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα! Την Ιστορία της Γενοβέφας! Την Ιστορία της Χαλιμάς!…” Την εποχή εκείνη οι άθλιες αυτές εκδόσεις με γοητεύανε. Στο ξώφυλλο ο Ερωτόκριτος, ένας λεβέντης κοιτάζοντας αγριωπά και κάπως λοξά, με περικεφαλαία θυσανωτή, μ’ αναδιπλωμένο μανδύα πάνω απ’ το θώρακα, έχοντας πίσω του ένα αχαμνό βυζαντινό περιστύλιο, το σκουτάρι και το κοντάρι αεροκρέμαστα ανάμεσα στις κολόνες. Ήταν για μένα η ίδια ψυχή με τον Διγενή και τον Μεγαλέξαντρο, ένας τρίδυμος αδερφός. Αν με ρωτούσαν, δε θα μπορούσα να ξεχωρίσω τον ένα από τον άλλον, όπως, το ίδιο, δε θα μπορούσα να βρω τίποτα που να ξεχωρίζει την Αρετούσα από τη γοργόνα του Μεγαλέξαντρου. Κι οι δυο γυναίκες βασανίζονταν από μια μεγάλη στέρηση. Τι είδους στέρηση ήταν αυτή, δεν μπορούσα τότε να το καταλάβω. Καταλάβαινα όμως πως ήταν αρκετή για να τις πολιτογραφήσει στον κόσμο που με τριγυρνούσε. Κι αυτός ο κόσμος -άνθρωποι του αμπελιού και της θάλασσας- βασανιζότανε, καθώς έβλεπα, από μια μεγάλη στέρηση· αργότερα έμαθα πως ήταν η στέρηση της ελευθερίας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄”
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ