- Gel, gelle! φωνάζει ὁ Τοῦρκος αξιωματικός στους στρατιῶτες ποὺ σέρνουν τοὺς Ἑλληνοκύπριους αίχμαλώτους.
Τοὺς μαζεύουν στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ τοῦ δασκάλου. Τὰ ὅπλα ἕτοιμα κάτω ἀπ' τὴν κληματαριά, κι οἱ στρατιῶτες στήνουν τοὺς ἀμάχους μὲ τὰ πρόσωπα στραμμένα πρὸς τὸν τοῖχο. Τὰ γυναικόπαιδα κλαῖνε καὶ θρηνοῦν. Σὲ κεῖνες, τις τελευταῖες τους στιγμές, τις γεμάτες ἀγωνία καὶ φόβο, τὰ χείλη ψιθυρίζουν προσευχές, οἱ καρδιές στρέφονται πρὸς τὸν οὐρανό.
Ὁ δάσκαλος, μὲ δυνατὴ καὶ σταθερὴ φωνὴ λέει:
«Θεέ μου, συγχώρεσέ μας καὶ δέξου μας κοντά Σου!
Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου!»
Κάποιοι παίρνουν θάρρος καὶ ἐπαναλαμβάνουν τὴν προσευχή.
Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός, ποὺ θὰ δώσει τὴν ἐντολὴ γιὰ πῦρ, πλησιάζει. Θέλοντας να παρατείνει βασανιστικὰ τὴν ἀγωνία τους, κοιτάζει ἀργὰ ἕναν-έναν τους στρατιῶτες, ἕνα ἕνα τὰ ὅπλα. Ἔπειτα, γυρίζει καὶ βλέπει ἕναν ἕναν τοὺς μελλοθανάτους. Λουσμένοι στον ιδρώτα, σιωποῦν καὶ προσεύχονται.
Ὁ ἀξιωματικὸς περπατάει αργά, παρατηρώντας κάθε γωνιὰ τῆς αὐλῆς. Κοιτάζει καὶ πρὸς τὰ πάνω τὴν κληματαριά, ποὺ σκεπάζει τὴν αὐλὴ τοῦ δασκάλου καὶ κόβει τὶς καυτὲς ἀκτῖνες τοῦ καλοκαιριάτικου ἥλιου. Τὰ σταφύλια κρέμονται κατὰ τόπους ὥριμα καὶ λαχταριστά.
- Κατέβασέ μου ἕνα τσαμπὶ σταφύλι, λέει σ' ἕναν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του.
Εἶχε σκοπὸ νὰ κάνει ὅ,τι μπορεῖ, γιὰ νὰ παρατείνει τὴν ἀγωνία τῆς παραμονῆς τους στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου.
Παίρνει τὸ τσαμπὶ κι ἑτοιμάζεται νὰ τὸ φάει ὅταν...
– Μή! Μὴν τὸ φᾶς! Τὸ ράντισα προχθὲς μὲ ἰσχυρὸ φυτοφάρμακο, θὰ πεθάνεις! ἀκούστηκε δυνατὴ ἡ φωνὴ τοῦ δασκάλου.
Ἕνας Τοῦρκος στρατιώτης τὸν πλησιάζει ἕτοιμος νὰ τὸν συνετίσει, ἂν χρειαστεῖ, μὴ ἔχοντας καταλάβει τὰ λεγόμενά του.
Ὁ ἀξιωματικὸς πετάει τὸ τσαμπὶ κάτω καὶ γνέφει στὸν στρατιώτη ν' ἀπομακρυνθεῖ. Ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη ἡσυχία. Μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα οἱ αἰχμάλωτοι περιμένουν τὴν ἀντίδρασή του.
Αὐτὸς ξεροκαταπίνει καὶ ρωτάει τὸν δάσκαλο;
– Ἀφοῦ ξέρεις ὅτι σὲ λίγο θὰ δώσω διαταγὴ νὰ σᾶς σκοτώσουν, γιατί δὲν μὲ ἄφησες νὰ πεθάνω καὶ νὰ μ' ἐκδικηθεῖς;
Ὁ δάσκαλος μὲ ἤρεμο βλέμμα τοῦ ἀπαντᾶ:
– Γιατὶ εἶμαι χριστιανὸς καὶ τώρα, ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ βρεθῶ ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, δὲν θέλω νὰ βαρύνω τὴν ψυχή μου μὲ μιὰ τόσο βαριὰ ἁμαρτία.
Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς ξεροκαταπίνει ἀκόμα μια φορά. Κοιτάζει τὸν δάσκαλο καὶ τοὺς Ἕλληνες αίχμαλώτους συγκλονισμένος.
Ἔπειτα μὲ φωνὴ δυνατή, κοιτώντας τον δάσκαλο ξανὰ στὰ μάτια, διατάζει:
– Μαζέψτε τὰ ὅπλα κι ἀφῆστε τους ὅλους ἐλεύθερους!
Βιβλιογραφία. Σπασμένες μνήμες. Μαρίνα Χαρά Χρυσόστομου. Εκδόσεις Σταμούλη.