Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Αριστοτέλους Βαλαωρίτου: Ηρωϊκά Ποιήματα


%ce%b2%ce%b1%ce%bb%ce%b1%cf%89%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%b7%cf%81%cf%89%ce%b9%ce%ba%ce%b1


Στὴν κρί­σι­μη πε­ρί­ο­δο ποὺ δι­α­νύ­ο­με τοῦ ἐ­φη­συ­χα­σμοῦ, τῆς λή­θης, τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας, τοῦ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ καὶ τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποι­ή­σε­ως ἡ Ἑ­νω­μέ­νη Ρω­μη­ο­σύ­νη ἐκ­δί­δει τὰ πα­τρι­ω­τι­κὰ – ἡ­ρω­ϊκὰ ποιή­μα­τα τοῦ με­γα­λυ­τέ­ρου ἐ­θνι­κοῦ ποι­η­τοῦ τῆς νε­ω­τέ­ρας ἱ­στο­ρί­ας μας Ἀ­ρι­στο­τέ­λους Βα­λα­ω­ρί­του γιὰ νὰ ἀ­να­θερ­μά­νη τὰ ἁ­γνὰ πα­τρι­ω­τι­κὰ αἰ­σθή­μα­τα τῶν Ἑλ­λή­νων.



Τὰ ποι­ή­μα­τά του δι­α­τη­ροῦν ὅ­λη τὴν πα­τρι­ω­τι­κὴ φλό­γα ποὺ ἔ­και­γε στὴν καρ­διὰ τοῦ ποι­η­τοῦ καὶ εἶ­ναι τό­σο ἐ­πί­και­ρα σή­με­ρα. Πα­ρου­σιά­ζουν μὲ ζω­η­ρό­τη­τα ἡ­ρω­ϊ­κὰ πρό­σω­πα καὶ ἱ­στο­ρι­κὰ γε­γο­νό­τα τὰ ὁ­ποῖ­α συγ­κι­νοῦν, ἐμ­πνέ­ουν, δι­δά­σκουν καὶ καλ­λι­ερ­γοῦν τὸ ἄκαμ­πτο καὶ ἀ­δού­λω­το φρό­νη­μα τῶν Ἑλ­λή­νων δι­α­χρο­νι­κά. Τὸ δί­δαγ­μα ἀ­πὸ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ποί­η­ση τοῦ Βα­λα­ω­ρί­του εἶ­ναι ὁ ἀ­γῶ­νας τοῦ Γέ­νους ἐ­ναν­τί­ον τῶν ξέ­νων κα­τα­κτη­τῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ἂν καὶ προ­σω­ρι­νὰ κα­τα­κτη­τές, δὲν κα­τόρ­θω­σαν νὰ ὑ­πο­δου­λώ­σουν τὸ φρό­νη­μα τῶν Ἑλ­λή­νων ποὺ πάν­τα δι­ψᾶ γιὰ λευ­τε­ριὰ καὶ πάν­τα στὸ τέ­λος θρι­αμ­βεύ­ει. «Οἱ ἥ­ρω­ές του συμ­βο­λί­ζουν τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἔ­θνος, ποὺ ὅ­σο καὶ ἂν σκλα­βώ­θη­κε, τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­ρω­τεύ­ε­ται καὶ ὅ­σο κι ἂν πε­θαί­νει, ἀ­θά­να­το μέ­νει» (Κω­στῆς Πα­λα­μᾶς).

Αὐ­τὴ ἡ πί­στη τοῦ ποι­η­τοῦ πρέ­πει νὰ γί­νη καὶ πί­στη ὅ­λων τῶν Ἑλ­λή­νων ποὺ σή­με­ρα ὡς λα­ὸς ἀ­πε­γνω­σμέ­νος ζη­τᾶ μα­ταί­ως βο­ή­θεια καὶ σω­τη­ρί­α ὄ­χι ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ τῶν πα­τέ­ρων μας ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ξέ­να πρό­σω­πα καὶ θε­σμούς. Τὴν πί­στη του στὴν τε­λι­κὴ νί­κη τῶν Ἑλ­λή­νων ὁ ποι­η­τὴς ἀν­τλεῖ ἀ­πὸ τὴν πί­στη στὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, τὶς πρε­σβεῖ­ες τῆς Θε­ο­τό­κου καὶ προ­βάλ­λει ὡς πρό­τυ­πα αἰ­ώ­νια τοὺς Ἁ­γί­ους καὶ τοὺς ἥ­ρω­ές μας.

Στὴν ποί­η­σή του ὑ­πάρ­χουν ὅ­λες οἱ αἰ­ώ­νι­ες ἀ­ξί­ες ποὺ συν­θέ­τουν τὴν ταυ­τό­τη­τά μας καὶ μᾶς χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ὡς ρω­μη­οὺς – Ἕλ­λη­νες: Ἡ εὐ­λά­βεια, ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὴν πα­τρί­δα, ὁ σε­βα­σμὸς στὴν πα­ρά­δο­ση, ἡ ἀ­γά­πη του πρὸς τὴν γλῶσ­σα τοῦ λα­οῦ στὴν ὁ­ποί­α ἔ­γρα­ψε τὰ ποι­ή­μα­τά του. Πι­στεύ­ει ὁ ἴ­διος ὅ­τι τε­λει­ο­ποί­η­σε τὴν γλῶσ­σα, τῆς ἔ­δω­σε νεῦ­ρα καὶ δύ­να­μη, τὴν ἀ­πο­κά­θα­ρε ἀ­πὸ ξέ­νες μι­μή­σεις καὶ τὴν ἔν­τυ­σε μὲ ροῦ­χα λαμ­πρά.

Τὰ ποι­ή­μα­τά του εἶ­ναι πο­λὺ δι­δα­κτι­κά, ἐ­πα­να­φέ­ρουν μὲ λε­πτο­μέ­ρει­ες τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ μνή­μη, μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν τὸ χρέ­ος πρὸς τὴν πα­τρί­δα μας καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να μνη­μό­συ­νο γιὰ ὅ­σους θυ­σί­α­σαν τὴν ζω­ὴ τους γιὰ νὰ ζοῦ­με σή­με­ρα ἐ­μεῖς ἐ­λεύ­θε­ροι.

Τὰ ποι­ή­μα­τά του εἶ­ναι ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα καὶ ἔ­χουν ὅ­λα τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς δη­μο­τι­κῆς ποι­ή­σε­ως. Τὸ ποι­η­τι­κὸ του χά­ρι­σμα καὶ ἡ με­τὰ πά­θους ἀ­γά­πη πρὸς τὴν πα­τρί­δα συ­νε­τέ­λε­σαν ὥ­στε τὰ ποι­ή­μα­τά του νὰ μὴν τα­φοῦν ἀ­πὸ τὴν λή­θη, ἀλ­λὰ νὰ δι­α­τη­ροῦν μέ­χρι καὶ σή­με­ρα τὴν ζων­τά­νια, τὴν θέρ­μη καὶ τὴν ἐ­πι­και­ρό­τη­τά τους.

Ἀλ­λὰ ἡ προ­σφο­ρὰ τοῦ ποι­η­τοῦ πρὸς τὴν πα­τρί­δα δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται μό­νο στὴν ποί­η­σή του. Ἀ­γω­νί­σθη­κε ὡς βου­λευ­τὴς γιὰ τὴν ἕ­νω­ση τῶν Ἑ­πτα­νή­σων μὲ τὴν Ἑλ­λά­δα. Ὡς βου­λευ­τὴς καὶ ὡς ἰ­δι­ώ­της ἀ­γω­νί­σθη­κε γιὰ τὴν ἕ­νω­ση τῆς Κρή­της καὶ ὀρ­γά­νω­σε ὡς μέ­λος τῆς Κεν­τρι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς Θεσ­σα­λί­ας καὶ τῆς Ἠ­πεί­ρου.

Γεν­νη­μέ­νος στὴν Λευ­κά­δα τὸ ἔ­τος 1824 κα­τὰ τὴν διά­ρκεια τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως καὶ γα­λου­χη­μέ­νος μὲ τὴν ἰ­δέ­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, παλλό­ταν ὁ­λό­κλη­ρος ἀ­πὸ ἀ­γά­πη γιὰ τὴν πα­τρί­δα, ἐ­νερ­γοῦ­σε γιὰ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῶν σκλα­βω­μέ­νων πε­ρι­ο­χῶν καὶ ἔ­γρα­φε ποι­ή­μα­τα, δί­νον­τας ἔ­τσι “ξε­θύ­μα­σμα” στὸν πα­τρι­ω­τι­κὸ του βρα­σμό, ἀ­φοῦ ὅ­πως ὁ ἴ­διος δι­α­τυ­πώ­νει, ἔ­νοι­ω­θε χα­λα­σμὸ στὰ σπλά­χνα του. Ἦ­ταν ἁ­γνὸς πα­τρι­δο­λά­τρης καὶ ὀ­πα­δὸς τῆς Με­γά­λης Ἰ­δέ­ας. Ἀ­να­δεί­χθη­κε ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ποι­η­τὴς τῆς νε­ώ­τε­ρης ἱ­στο­ρί­ας μας λό­γῳ τῆς ἀ­προ­σμέ­τρη­της ἀ­γά­πης του γιὰ τὴν πα­τρί­δα, ἡ ὁ­ποί­α τοῦ ἔ­δω­σε ἔμ­πνευ­ση γιὰ νὰ συν­θέ­ση τὰ στι­χουρ­γή­μα­τά του.

«Στὸν Βα­λα­ω­ρί­τη ὅ­λα ζων­τα­νεύ­ουν μὲ ζω­ὴ ἀν­θρώ­πι­νη, ἀ­πὸ τὰ που­λιὰ καὶ τὰ λου­λού­δια ἴ­σα μὲ τὰ σπα­θιὰ καὶ τὰ βό­λια καὶ ἕ­νας ἀν­θρω­πο­μορ­φι­σμὸς ἐμ­ψυ­χώ­νει τὴν ποί­η­σή του» (Κω­στῆς Πα­λαμᾶς). Γι᾿ αὐ­τὸ οἱ ποι­η­τι­κὲς του δι­η­γή­σεις καὶ πε­ρι­γρα­φὲς εἶ­ναι συ­ναρ­πα­στι­κὲς καὶ χει­μαρ­ρώ­δεις. Ἡ πέν­να του ἀ­ξί­ζει ὅ­σο καὶ τὰ κα­ρυ­ο­φίλ­λια τῶν ἀ­γα­πη­μέ­νων ἡ­ρώ­ων του καὶ οἱ στί­χοι του εἶ­ναι ἴ­σως πιὸ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κοὶ ἀ­πὸ τὰ βό­λια τῶν πο­λε­μι­στῶν. Σή­με­ρα δὲ εἶ­ναι πο­λὺ ἐ­πί­και­ροι καὶ ἐν­δέ­χε­ται νὰ μᾶς ἀ­φυ­πνί­σουν ἀ­πὸ τὸν λή­θαρ­γο ποὺ βρι­σκώ­μα­στε.

Εὐ­χό­μα­στε γιὰ τὴν πατρί­δα μας μὲ τοὺς στί­χους τοῦ ποι­η­τοῦ μας νὰ τῆς δώ­ση πά­λι ὁ Θε­ὸς «βα­φὴ καὶ βά­φτι­σμα καὶ χρῖ­σμα τὴ λάμ­ψη τῆς Ἀ­να­το­λῆς, τὸ φῶς τοῦ Σταυ­ρω­μέ­νου».