Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ



Ο Σολωμός Σολωμού, παρόλες τις χυδαιότητες που ειπώθηκαν εναντίον του, από επώνυμους και ανώνυμους, όλα αυτά τα 28 χρόνια, παραμένει μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας.


Παραμένει ο καλός εαυτός ενός ολόκληρου λαού που σπάνια κάνει το βήμα παραπάνω, παραμένοντας απλός θεατής σε ό,τι εξελίσσεται εις βάρος του.

Παραμένει μια τεράστια μορφή, που όμοιές της εντοπίζονται μονάχα σε ελληνικές και άλλες επαναστάσεις, σε ιστορίες για ήρωες και μύθους.

Παραμένει, πράγματι, μια φιγούρα μυθική και ταυτόχρονα ανθρώπινη, σπλάχνο των σπλάχνων ενός λαού που κοιτούσε την Κερύνεια από μακριά και δεν έκανε το απαραίτητο σάλτο για να την πιάσει.

Το έκανε ο Σολάκης, ωραίος σαν μύθος, στις 14 Αυγούστου 1996 κι ήταν σαν να χτύπησαν μονομιάς όλες οι αντένες μια γης χτυπημένης, «μεγάφωνα κι ασύρματοι από παντού». Είχε αποφασίσει από πριν ότι θα κατεβάσει τις σημαίες τους, μπορεί και πριν τη δολοφονία του Τάσου, του έκοβαν τη θέα της Αμμοχώστου.

Ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του αυτός ο αήττητος αντάρτης, που έφτασε στο οδόφραγμα της Δερύνειας για να αναγνώσει το μανιφέστο του; Άλλωστε, η απόλυτα συνειδητή πράξη του, όσο κι αν την υποτιμούν οι δειλοί που τον συκοφαντούν, παραμένει -από εκείνο τον Αύγουστο- ένα καλογραμμένο μανιφέστο αναγέννησης, εξέγερσης, περηφάνειας, εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, μανιφέστο που συνυπογράφουν με τον Τάσο και μας καλούν να το ακολουθήσουμε. Μπορούμε;


του Αλέκου Μιχαηλίδη