Η θρυλική Σοφία Καζεπίδου, από το χωριό Ολουχλού του Καράπουναρ της Πάφρας, ήταν μια φιλήσυχη νοικοκυρά έως το 1915, τότε που οι ορδές των Τούρκων έγιναν απειλή για τον τόπο της. Από το 1915 βρίσκεται στο βουνό, κοντά στον φυγόστρατο άντρα της, τον Νικόλα, ο οποίος σκοτώθηκε στις 18 Απριλίου του 1917, στη μάχη της Ματεωμένης Σπηλιάς του Οτ Καγιά, στο βουνό Νεπίν.
Μετά τον θάνατο του άντρα της, ανέλαβε την εκδίκησή του και για τον σκοπό αυτό δημιούργησε στο βουνό δική της ομάδα από γυναίκες και άντρες, που είχαν σκοπό τους να μπαίνουν στα τουρκικά χωριά και να κάνουν σε βάρος των Τούρκων, αντίποινα, σε ότι έκαναν και αυτοί στους Έλληνες, δηλαδή πυρπολισμούς χωριών, συλλήψεις, θανατώσεις, φυλακίσεις, εξορίες κ. τ. λ.
Το χωριό της, το Ολουχλού, ήταν θρησκευόμενο, είχε βγάλει πολλούς ιερείς, που λειτουργούσαν σε χωριά της περιοχής Πάφρας, Σαμψούντας, Γάβζας και Βεζίρ Κιοπρού. Η Σοφία είχε μεγαλώσει μέσα στο κλίμα αυτό και είχε γαλουχηθεί με τα νάματα της χριστιανοσύνης, αλλά βρέθηκε, άθελά της, μέσα στη λαίλαπα αυτή του πολέμου 1915-1922.
Ένιωθε πως δεν τη χωρούσε πλέον ο τόπος που τόσο πολύ αγάπησε, με τους φιλήσυχους και προοδευτικούς του κατοίκους, γιαυτό και πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον άντρα της στα βουνά, όταν αυτός, από ανάγκη, κατέφυγε σε αυτά για προστασία, επειδή ήταν φυγόστρατος. Από τις πρώτες μέρες που βρέθηκε στο βουνό, έπρεπε και αυτή να ακολουθήσει τη μοίρα των τόσων άλλων Ελλήνων και Ελληνίδων, που για την ίδια αιτία κατέφυγαν στο βουνό.
Οι επιζήσαντες Παφραίοι πρόσφυγες, που ήρθαν στην Ελλάδα το 1924, διηγούνται ένα θλιβερό περιστατικό, που συνέβη στην Κυρά Σοφία Καζεπίδου, την καπετάνισσα, όταν πολεμούσε τους Τούρκους στη μάχη της Γιαλάς, στην τοποθεσία Τρεις Βρύσες.
Ένα εχθρικό βόλι τη βρήκε στο κεφάλι, ενώ είχε δεμένο στην πλάτη της το δύο χρόνων κοριτσάκι της, την Ιφιγένεια, που την ώρα της μάχης δεν μπορούσε να την αφήσει πουθενά, όπως, εξάλλου, γινόταν στις περισσότερες περιπτώσεις. Όταν οι γυναίκες έμπαιναν στη μάχη, είχαν δεμένα τα παιδιά τους στην πλάτη τους για περισσότερη ασφάλεια, παρά να τα έχουν δίπλα τους.
Οι Τούρκοι, στις 27 Ιουνίου 1917, αφού εξουδετέρωσαν την άμυνα των ανταρτών, προχώρησαν πιο ψηλά, προς τα λημέρια των ανταρτών, που είχαν στο μεταξύ απομακρυνθεί από την επικίνδυνη περιοχή και όταν, μετά από δύο μέρες, οι Τούρκοι έφυγαν και πήγαν στις έδρες των μονάδων τους, οι αντάρτες πήγαν στον τόπο της μάχης, στις Τρεις Βρύσες, για να θάψουν τους νεκρούς συμπολεμιστές τους και να περιθάλψουν, αν έβρισκαν, τους τραυματίες. Εκεί βρήκαν τη Σοφία νεκρή και το κοριτσάκι της, την Ιφιγένεια, δεμένη ακόμη στην πλάτη της μητέρας της ζωντανή. Δεμένη όπως ήταν, έγλυφε το ματωμένο κεφάλι της μητέρας της, από ανθρώπινο ένστικτο για επιβίωση. Με το αίμα αυτό επέζησε αυτές τις δύο μέρες.
Την Ιφιγένεια υιοθέτησε ένα αντρόγυνο ανταρτών, που δεν είχε παιδιά.
Ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν, αρχικά στο χωριό Νυμφόπετρα Λαγκαδά, και στη συνέχεια στην Κάτω Τούμπα.
Ο θετός της πατέρας, ο μπαρμπα Κυριάκος έδωσε όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται πιο πάνω.
.Γιώργος Αντωνιάδης
Οικονομολόγος- Συγγραφέας