Κάθε χρόνο, με αφορμή τις επετείους του πραξικοπήματος και της εισβολής, έρχεται αυτομάτως στην επιφάνεια μία έντονη συζήτηση, εντός της κοινωνίας μας, γύρω από την ιστορία της Κύπρου του δευτέρου ημίσεως του 20ου αιώνος. Η πλειοψηφία φαίνεται να στρέφεται ενάντια στην «Ιστορία» γιατί την ερμηνεύει περισσότερο ως την πολιτική αιτία παρά ως την απάντηση στα σημερινά προβλήματα που άπτονται και, κατά το πλείστον, επηρεάζουν το παρόν. Το αποτέλεσμα είναι κάθε χρόνο να επαναλαμβάνεται μία μανιχαϊστική νοοτροπία που να καταλήγει σε ελαττωματική αίσθηση της ιστορίας, καταφυγή στη ψύχωση, σε τάσεις περιφρόνησης της αλήθειας, έστω και όταν αυτή αποδεικνύεται εκ των γεγονότων, και σε μακάρια ικανοποίηση μέσα από την μυθοπλασία που να δικαιολογεί, με μία τάση ναρκισσισμού, το παρόν.
Στο τέλος, αυτού του είδους η «Ιστορία» αναγκαστικά δραπετεύει από το επιστημονικό πεδίο και μπαίνει στην καθημερινή μας ζωή ως μία φασματική εκδοχή του παρελθόντος μόνο και μόνο για να έχει πρακτική χρησιμότητα στις πολιτικές επιλογές και τους πολιτικούς προσανατολισμούς του παρόντος. Αυτή η «Ιστορία» λειτουργεί στα μάτια πολλών ως το δικαστήριο που δικαιώνει τις ψυχώσεις τους, τις ιδεολογικές τους αγκυλώσεις και μέσα από αυτές τις αυταπάτες που τους κάνουν να αισθάνονται εσαεί δικαιωμένοι.
Αυτό το θεωρώ, μέχρι ενός σημείου, δικαιολογημένο και αναπότρεπτο λόγω των ιστορικών εμπειριών που βίωσε η Κύπρος. Εδώ, όμως, αναδεικνύεται η σημασία του κριτικού ρόλου του ιστορικού και της ιστοριογραφίας. Ρητορικώς, όλοι επικαλούνται την ιστορική κριτική στην πράξη όμως δύσκολα μπορεί κανείς να τη διακρίνει από την πολιτική θέση και ενίοτε από την ιδεολογική ψύχωση.
Στην Κύπρο είναι αναγκαίο η επιστημονική έρευνα να κάνει ευδιάκριτη τη διαφοροποίησή της από την πολιτική. Η ανάμειξη της πολιτικής στην ιστορία επιδιώκει ουσιαστικά να διαμορφώσει ένα «πρακτικό παρελθόν» το οποίο να είναι βολικό για το παρόν. Η διαφοροποίηση ανάμεσα στο παρελθόν που επεξεργάζονται οι επιστήμονες ιστορικοί και εκείνο που κατασκευάζει η πολιτική (ενίοτε με τη βοήθεια της δημοσιογραφίας), μάς βοηθά να αντιληφθούμε και μία σχέση που υπήρξε εξαιρετικά προβληματική για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή επιστημονική κουλτούρα. Πιο συγκεκριμένα μάς βοηθά να αντιληφθούμε τη σχέση ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός και τη μυθοπλασία, ανάμεσα στη συστηματική ανάλυση του αντικειμένου και του παραλογισμού της προκρούστειας προσαρμογής των γεγονότων στις πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες του παρόντος.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι στην κοινωνία μας, όπως και σε άλλες κοινωνίες, υπάρχουν αντιθέσεις για την ερμηνεία της ιστορίας που δεν μπορούν να γεφυρωθούν και αυτό είναι χαρακτηριστικό της ιστορίας του ανθρωπίνου πνεύματος. Επομένως, η διαμεσολάβηση της πολιτικής, είτε κρατικής είτε κομματικής, δημιουργεί προϋποθέσεις δέσμευσης της ιστορίας και της ιστορικής κριτικής σε πολιτικές σκοπιμότητες. Η ιστοριογραφία σήμερα στην Κύπρο έχει ανάγκη της αποδέσμευσής της από την πολιτική. Με άλλα λόγια, ο επιστήμονας ιστορικός θα πρέπει να προσεγγίζει τη σχέση και την εξέλιξη της κοινωνίας μας στον ιστορικό χρόνο έξω από τα όρια της πολιτικής πρακτικής. Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη της ιστορίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο άσκησης πολιτικής κανενός κόμματος και καμιάς ιδεολογικής ομάδας. Έτσι, ο ιστορικός πρέπει να διαχωρίζει την ιστορική κριτική από τις επιθυμίες του (επιστημονική εντιμότητα), προσπαθώντας να αναλύσει τα κλασικά ερωτήματα του τί έγινε, πώς έγινε και γιατί έγινε, δηλαδή το ιστορικό, από το τί μπορούσε ή τί ήθελε ο ιστορικός να γίνει, δηλαδή το ουτοπικό-φαντασιακό.
Η επιστημονική ιστορία δεν προσφέρεται ως ένα πλαίσιο πολιτικών αξιών ούτε μπορεί να καταλήξει σε χρησιμοθηρικά αφηγήματα που να δικαιολογούν, και ακόμη περισσότερο να νομιμοποιούν, μία ιδεολογική σχέση του παρόντος με το παρελθόν. Επιπλέον, η ιστορική μνήμη δεν μπορεί στα πλαίσια της επιστημονικής συγγραφής της ιστορίας να μετατρέπεται σε πολιτικό ναρκισσισμό ή στην αντίθετη περίπτωση σε πολιτική αντίσταση και, ακόμη χειρότερα, να εντάσσεται σε τεχνικές και μηχανισμούς ελέγχου από ομάδες που έτυχε να ασκούν εξουσία με ημερομηνία λήξης.
Τέλος, αυτό που δεν είναι συμβατό με την κριτική ιστορία είναι η εργαλειοποίηση του ιστορικού ο οποίος μέσα από την πολιτική και ιδεολογική του στράτευση (βλ. ψύχωση) επιχειρεί να διαμορφώσει παραστάσεις που διευκολύνουν την πολιτική διαχείριση του παρόντος μέσα από επιλεκτικά απομεινάρια του παρελθόντος. Συνεπώς, η συγγραφή της επιστημονικής ιστορίας είναι πρωτίστως πρόκληση στην προσωπική ακεραιότητα του ιστορικού αλλά και στην υπευθυνότητά του ως πολίτη.