Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

25 Ιανουαρίου 1913, στο Οικονομείο της ανατολικής Θράκης

 



Στις 25 Ιανουαρίου 1913, ημέρα Σάββατο, το τουρκικό πολεμικό «Ιδζλάλ», μετά από αποτυχία του να προσορμίσει στο λιμάνι των Επιβατών της Ανατολικής Θράκης  προσορμίστηκε στο γειτονικό Οικονομείο, όπου αποβιβάστηκαν 500 Τούρκοι στρατιώτες και σημειώθηκε σφαγή κατοίκων του χωριού.


Ο αρχηγός των τσετών τοποθέτησε στρατιώτες γύρω από το χωριό, για να μην αφήνουν να φύγει κανένας και στη συνέχεια ζήτησε από τον μουχτάρη να συγκεντρώσει όλους τους άντρες στο «Αρχιγένειο Δημοτικό Σχολείο» του χωριού, ηλικίας από 15 ετών και πάνω. Οι συγκεντρωθέντες οδηγούνταν κατά ομάδες στην παραλία και εκτελούνταν.

Ο ιερέας του χωριού, Αρχιμανδρίτης Νεόφυτος και ο Πρεσβύτερος Σταύρος κρεμάστηκαν και κατόπιν κάηκαν, ενώ η οικογένεια του Πρεσβυτέρου κατακρεουργήθηκε. Όταν οι κάτοικοι κατάλαβαν τί γινόταν, έφευγαν πανικόβλητοι πρός πάσα κατεύθυνση. Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν δεν είχαν προηγούμενο, καθώς οι τσέτες κυνηγώντας τους άμαχους μπήκαν στους Αιγιαλούς σκοτώνοντας όποιον βρήκαν μπροστά τους και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο Εξάστερο, όπου συνέχισαν τη σφαγή.

Κάποιοι από τους τσέτες, προσπαθώντας να πιάσουν φυγάδες από το Οικονομείο, κατευθύνθηκαν και πρός τους Επιβάτες, όπου αφού σκότωσαν στο δρόμο 4 άτομα, συνέλαβαν τον μουχτάρη Κωνσταντίνο Βέϊκο και άλλους 4, τους οποίους μετέφεραν και εκτέλεσαν στο Οικονομείο.
Ο αριθμός των θυμάτων αναφέρεται στα 96 άτομα ή 140.

Το γεγονός της Σφαγής του Οικονομείου θεωρείται ως η πρώτη καταγεγραμμένη έκφανση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής.

Για αυτές τις πέτρες της πατρίδας μας ! 


Ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτές; Ποιὸς χάνει τὸν καιρό του μὲ τὶς πέτρες; Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο μηδὲ νὰ μιλήσει κανένας γι᾿ αὐτές. Εἶναι τὰ πιὸ καταφρονεμένα πράγματα τῆς πλάσης.


Πολλὲς φορὲς κάθουμαι καὶ κοιτάζω τὶς πέτρες ποὺ τυχαίνει νὰ βρίσκουνται μπροστά μου, καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ κοιτάζουνε καὶ κεῖνες μὲ κάποια μυστηριώδη μάτια ποὺ δὲν φαίνονται, καὶ πὼς κρυφοκουβεντιάζουνε μεταξύ τους καὶ πὼς κρυφογελοῦνε γιὰ τὴν κουταμάρα μας νὰ φανταζόμαστε μεγάλα καὶ τρανὰ πράγματα, νὰ βγάζουμε ὁ ἕνας τ᾿ ἀλλουνοῦ τὰ μάτια καὶ νὰ τὶς στοιβιάζουμε, αὐτὲς τὶς πέτρες ποὺ μᾶς περιγελᾶνε, τὴ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη, ἢ νὰ τὶς πελεκᾶμε γιὰ νὰ κάνουμε ἀγάλματα καὶ ταφόπετρες, γιὰ νὰ τὶς βάλουμε ἀπάνω στὴν κοιλιά μας ἅμα πεθάνουμε! Ἀνατριχιάζω ὧρες-ὧρες, γιατὶ νοιώθω καθαρὰ τὰ γέλια ποὺ κάνουνε κρυφὰ οἱ πέτρες γιὰ τὴν κουταμάρα μας.


Μάζεψα κάμποσα βότσαλα καὶ τὰ πῆγα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ τὰ φύλαξα. Ὕστερα ξαναγύρισα καὶ μάζεψα κι ἄλλα. Τί ἔμορφα κ᾿ ἐκφραστικὰ χρώματα ποὺ εἴχανε τὰ χαλίκια! «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Τί παράξενα κόκκινα, κεραμιδιά, βυσσινιά, τριανταφυλλιά, σταχτιὰ λογιῶν-λογιῶν, κίτρινα, ἀσπροκίτρινα, πορτοκαλλιά, μελιά, πρασινογάλαζα, λαδιά, μαῦρα, πρασινόμαυρα!


Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, ἔφερνα στὸν νοῦ μου τὰ μικρά μου χρόνια, κι ὅσα ἔγραψα τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα μοναχὸς στὸ νησί μου; «Μάζευα ὅ,τι εὕρισκα στὴν ἀκροθαλασσιά, ἕναν κόσμο κοχύλια καὶ τσόφλια, εἴτε χρωματιστὲς πέτρες. Ὅλα αὐτὰ τὰ στόλιζα ἐκεῖ μέσα. Μοῦ ῾καναν μιὰ βαθειὰ ἐντύπωση, ὅσο τίποτα στὸν κόσμο… Ἔστεκα ὧρες καὶ τὰ κοίταζα, σηκωνόμουν κ᾿ ἔβλεπα ἀπὸ τὸ παραθυράκι τὰ βουνὰ καὶ τὴ θάλασσα». Κι ἀλλοῦ ἔγραφα: «Μιὰ ἄσπρη πέτρα ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ κείτεται στ᾿ ἀκρογιάλι, τραβοῦν τὴν προσοχή μου. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα πράγματα, ἐδῶ μοῦ φαίνονται γεμάτα ἀπὸ ἐνδιαφέρον… Βλέπω τὰ πράγματα ἴσια, χωρὶς ἡ ἐντύπωση νὰ βλαφτεῖ ἀπ᾿ ὅ,τι ἔμαθα νὰ καταλαβαίνω ὡς τώρα, λέγοντας αὐτὰ τὰ δυὸ λόγια: Νερὰ καὶ γῆς. Ἐδῶ κἂν δὲν ὑπάρχουν πλέον ὀνόματα, παρὰ τὰ ἴδια τὰ πράγματα πέφτουν ἀπάνω στὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὸ βάρος τους, ἄγρια κι ἀδιάφορα…».


Καὶ ὅμως, πόσο ἀγαπημένες μοῦ εἶναι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ μάζεψα! Κείτουνται ἐκεῖ χάμω, σωρός, καὶ κανένας δὲν τὶς βλέπει, κανένας δὲν καταδέχεται νὰ τὶς δεῖ. Κ᾿ ἐγώ, σὰν νὰ εἶμαι ὁ μόνος πό ῾χει μάτια γιὰ νὰ δεῖ τὴ μυστηριώδη ἐμορφιά τους.


Σάν γύρισα στὸ σπίτι μου, τὶς ἔβαλα μέσα σ᾿ ἕνα τάσι, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ποὺ εἶχα μαζέψει ἄλλη φορά, κι ἔχυσα μέσα νερὸ γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦνε καὶ ξεθωριάσουν.


«Ἄχ! Τίποτα μέσα στὴν κάμαρα δὲν ἤτανε τόσο ἔμορφο, σὰν καὶ κεῖνες τὶς πέτρες, μήτε οἱ ζωγραφιές, μήτε τὰ κανάτια, μήτε τὸ παλιὸ κιλίμι ποὺ εἶναι στρωμένο χάμω. Ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰπωμένα ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται».


 Φώτης Κόντογλου , ευλογημένο καταφύγιο