Το καλοκαίρι του 1836 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αφηγείται στον Γ. Τερτσέτη επί δύο μήνες γεγονότα από τη ζωή και τη δράση του στην Επανάσταση.
<<Εγεννήθηκα στα 1770.
Όταν εγλύτωσα από την Καστάνιτζα είμουν χρονών 10.
Διαμονή Μάνης χρόνια 2.
Εις την Αλωνίσθενα χρόνια 3.
Εις τα Σαμπάσικα χρόνια 12.
Εποχή της Νεότητος, 5 χρόνια ανύπανδρος και άλλους 7 χρόνους υπανδρευμένος· 27 χρόνους είχα όταν με επρωτοκυνήγησαν.
Αρματωλός και κλέφτης αλληλοδιαδόχως χρόνια 5.
Φερμάνι Βασιλικό διά εμένα και τον Πετιμεζά στα 1802.
Το δεύτερο φερμάνι τον Ιανουάριον 1806, και το Πατριαρχικό Συνοδικό.
36 χρόνων ήμουν όταν επήγα εις την Ζάκυνθο.
50 χρόνους είχα όταν εβγήκα εις την επανάστασι.
Το μυστήριο της εταιρίας άρχισε να γίνεται διαδίδεται εις κάθε λογής ανθρώπους και καλούς και κακούς, και εβιασθήκαμε να κινήσωμε μίαν ώραν αρχήτερα την επανάστασιν. Ο Ντόγιος το εμαρτύρησε εις τον Αλή-Πασά. Έτζι λοιπόν εις τας 3 Ιανουαρίου ανεχώρησα από την Ζάκυνθον, και εις τας 6 Ιανουαρίου έφθασα εις την Σκαρδαμούλα εις του πατρικού μου φίλου Καπετάν Παναγιώτη Μούρτζινου. Το κίνημά μας έγεινε εις τας 22 Μαρτίου εις την Καλαμάταν. Από τας 6 του Ιανουαρίου έως εις τας 22 Μαρτίου, επροσπάθησα, ενέργησα εις την Μάνην να ενώσωμεν διάφορα σπήτια Μανιάτικα κατά την συνήθειάν τους, και τους ενώσαμεν, τους αδελφώσαμεν· έστειλα και εις τας επαρχίας της Μεσσηνίας, Μιστρός, Καρύταινας, Φαναριού, Λεονταριού, Αρκαδίας, της Τριπολιτζάς, και ήλθαν εκεί όπου ευρισκόμουν, και τους έλεγα, ότι: την ημέρα του Ευαγγελισμού να ήναι έτοιμοι, και κάθε Επαρχία κινηθή εναντίον των Τούρκων των τοπικών, και να πολιορκήσουν εις τα διάφορα φρούρια, καθώς οι Αρκαδιανοί να πολιορκήσουν το Νεόκαστρο, οι Μοθωναίοι την Μοθώνη, και ούτω καθεξής.
Αφού επροετοιμάσαμεν και συναγοικήθημεν, ο Ζαΐμης με τους άλλους, αναγκασμένοι να υπάγουν εις την Τριπολιτζά ή να μείνουν έτζι, εκτύπησαν τον Βοϊβόδα των Καλαβρύτων. Οι Τούρκοι με έμαθαν ότι ήλθα και με ενόμιζαν ότι ήλθα με 5 με 6.000· εγώ ήμουν με τέσσαιρους. Ήλθαν Αρκαδινοί και Μιστριώται Τούρκοι με ραγίστικα σκουτιά ενδυμένοι, και ήλθαν να δουν με πόσους ήμουν, και εγώ έπαιζα ταις ομάδαις και εγύρισαν οπίσω και έλεγαν, ότι: ευρήκαμε ένα γέρο και έπαιζα ταις ομάδες. – Επήγα εις τον Μουρτζίνο ως φίλο μου πατρικόν. Ο Μαυρομιχάλης είχε το όνομα Μπέης, αλλ’ ο Μούρτζινος είχε την δύναμιν εις την Μάνην. Ερωτήθη τότε ο Μαυρομιχάλης διά τον ερχομόν μου, και αυτός απεκρίθη, ότι εδυστήχησε εις την Ζάκυνθο και ήλθε εις την Μάνη διά να τον βοηθήσουν οι φίλοι του και να επιστρέψη οπίσω· και εις αυτό εφέρθηκε πολλά καλά, αλλά δεν είναι αληθινό ότι δεν με πρόδωσε εις τους Τούρκους· δεν είχε την δύναμιν να τοκάμη και αν ήθελε, και, εκτός της φιλίας όπου είχαμεν με τον Μούρτζινον, είναι συνήθεια εις την Μάνη να υπερασπίζωνται όσους καταφεύγουν εις την οικίαν των.
Εις τας 23 Μαρτίου επιάσαμε τους Τούρκους εις την Καλαμάτα, τον Αρναούτογλην σημαντικόν Τούρκον της Τριπολιτζάς. Είμεθα 2.000 Μανιάτες, ο Πετρόμπεης, ο Μούρτζινος, Κυβέλος· Δυτική Σπάρτη – 100 ήταν οι Τούρκοι μεινεμένοι, ως 10.000 η φήμη τους μεγάλη.- Η Ανατολική Σπάρτη εκινήθη την ίδιαν ώρα. Ο Τζανετάκης με την Κακαβουλιά εκινήθη διά τον Μιστρά. Οι Τούρκοι είχαν βάλει υποψία, επροσκάλεσαν του Προεστούς και Δεσποτάδες, και αυτοί επήγαν – ήταν έμβα του Μαρτίου – Δεν τους εσκότωσαν.
Οι Σπαρτιάται αφού επήραν λάφυρα, προχωρούν και πολιορκούν την Μονοβασιά. – Εις την Καλαμάτα εκάμαμε Συνέλευσι, πόθεν να πρωτοκινήσωμε τα στρατεύματα. Οι Καλαματιανοί εκατάφεραν τον Μπέη να πάμε εις την Κορώνη διά να μην βάλουν σπαθί οι Τούρκοι εις τους Χριστιανούς· εγώ δεν εστρέχθηκα, είπα να πάμε εις την παλαιάν Αρκαδίαν, εις το κέντρο διά να βοηθούμε τους άλλους· τότενες τους είπα: εάν μου δώσετε βοήθεια από τούτο το στράτευμα, καλώς, ειμή αναχωρώ να υπάγω εις το Κέντρο. Είχα λάβει γράμμα από τον Κανέλο, μ’ επροσκαλούσε, ότι είχε 10.000 άρματα, και να έμβω επί κεφαλής. Του Μούρτζινου αρώστησε το παιδί του ο Διονύσιος, και έτζι δεννεκίνησαν όλοι οι Μανιάται· έλαβα 200 από αυτόν και 70 από τον Μπέη με τον Καπετάν Βοϊδή και με 30 εδικούς μου εγενήκαμε 300, και έκοψα ευθύς 2 σημαίες με Σταυρό και εκίνησα. Οι Ανδρουσιανοί Τούρκοι, 360 άνδρες, μανθάνοντας ότι είμεθα ασκέρι φεύγουν, πάνε στα Κάστρα της Μεσσηνίας. Κινώντας εγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οι Έλληνες όπου όλοι με τας εικόνας έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις· – Μου ήρχετο πότε να κλαύσω… από την προθυμίαν που έβλεπα. – Ιερείς έκαναν δέησι. Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπασθήκαμε και εκινήσαμε...>>
<<Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους. Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο Άμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» - «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.
Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι», και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις τον λαιμό του».
Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε μέρα και πάλι να έρχονται. Να βαστάει ένα στρατόπεδο με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια. Να του λείπουν και ζωοτροφίες και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός. Ενώ εις την Ευρώπη ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθεξής. Έκανε το σχέδιό του και εξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών σαράντα χιλιάδες στράτευμα το εδιοιηκούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν πεντακόσιους Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήσει. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμει δουλειά κανείς με αυτούς, άλλον να φοβερίζει, άλλον να κολακεύει, κατά τους ανθρώπους.>>
«Άπαντα Τσερτσέτη», τομ. Γ’, σελ. 149-150