Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει τον αγώνα των δικαστών Τερτσέτη – Πολυζωίδη να πείσουν τους υπόλοιπους δικαστές να μην καταδικάσουν σε θάνατο τον ΚολοκοτρώνηΟ. Τερτσέτης όχι μονάχα δεν τ’ αρνιέται πως γύρεψε, μ’ όλους τους τρόπους να τους συγκινήσει, μα στην απολογία του περηφανεύεται γι’ αυτό.
-Ναι, παραδέχτηκε, έκλαψα ενώπιον των τριών… Η εντολή “ου φονεύσεις” μ’ εφόβιζεν απαρηγόρητα, επειδή φόνος ασυγχώρητος είναι ο άδικος αποκεφαλισμός ανθρώπου. Ναι! σχεδόν εγονάτισα, φιλώντας τα χέρια των τριών.
Μα όλα πήγαν χαμένα -κι οι παρακλήσεις, και τα επιχειρήματα, και τα δάκρυα. Οι τρεις άλλοι δικαστές μένουν ψυχροί κι αμετάπειστοι -προτιμάνε από τη δόξα που απόχτησαν ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης, να μείνουν, όπως τόσοι άλλοι πριν κι έπειτα απ’ αυτούς δικαστές σκοπιμότητας.
-Με τέτοια αποδεικτικά, τους φωνάζει για μια στιγμή ο Τερτσέτης ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται σε θάνατο!
Τίποτα… Ήταν από τους ανθρώπους που δεν έχουν ανάστημα να το ορθώσουν ενάντια στην εξουσία.
Ο Γέρος σαν άκουσε το “καταδικάζονται εις θάνατον” μισοσταυροκοπήθηκε μ’ απορία και λέει:
-Κύριε ελέησον! Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου…
Ύστερα βγάζει την ταμπακιέρα του, παίρνει μια πρέζα ταμπάκο κι αφού την ρούφηξε, πρόσφερε και σ’ όσους τον είχανε περιτριγυρίσει γυρεύοντας να τον παρηγορήσουν, που ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε κι οι συνήγοροι Βαλσαμάκης και Κλωνάρης.
-Αντίκρυσα, τους λέει, τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι.
Άλλοι αναστενάζουν, άλλοι βουρκώνουν, άλλοι κλαίνε μ’ αναφυλλητά. Μερικοί σκύβουν κι ευλαβικά φιλάνε το δοξασμένο γέρικο χέρι. Κάποιος απ’ αυτούς, με πνιγμένη φωνή, του λέει:
-Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ!
-Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια… του αποκρίνεται.