«Δὲν ἤρθαμεν εἰς τὸν γάμο σου νὰ χαροῦμεν, ἤρθαμεν νὰ πεθάνωμεν ἐκεῖ ὁποῦ θὰ πεθάνης ἐσὺ μὲ τὴν σημαίαν τῆς πατρίδος μας καὶ θρησκείας μας. Ἐσὺ τὴν θέλεις σάβανο καὶ δὲν τὴν θέλομεν ἐμεῖς; Θέλομεν νὰ ζοῦμεν εἵλωτες τῶν Μπαυαρέζων κι᾿ ἀλλουνῶν ὅμοιών τους, ὁποῦ μας καταδικοῦνε; Δὲν μετρηθήκαμεν νὰ φύγωμεν ὅσοι μείναμεν, μετρηθήκαμεν νὰ πεθάνωμεν· καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι ὅ,τι ὁδηγίες θὰ μᾶς πῆς ν᾿ ἀκολουθήσωμεν». Τοὺς ἀγκάλιασα καὶ τοὺς φίλησα, τοὺς ἔδωσα κι᾿ ἀπὸ ῾να» κρασί. Δοξάσαμεν τὸν Θεὸ καὶ τὴν βασιλεία του καὶ τοὺς ὁδήγησα εἰς τῆς πόρτες κι᾿ ἄλλες θέσες, ὅποτέ μας ριχτοῦνε νὰ πεθάνομεν.
Ἴσως μου τοὺς ἔστειλες ἐσύ, Λεωνίδα, ὅτι μείναν ὅταν σκοτώθης· ὅτι οἱ γενναῖοι αὐτοὶ καθαροὶ ἀπογόνοι σου – κ᾿ ἐσὺ καὶ οἱ συντρόφοι σου ὑπὲρ τῆς πατρίδος σας σκοτωθήκετε καὶ τῆς θρησκείας σας – κ᾿ ἐμεῖς ῾σ αὐτὸ ἑτοιμαζόμαστε. [...]
Τότε ἄρχισε τὸ ντουφέκι ἀπὸ τοὺς ἀναντίους, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ γενναῖοι κι᾿ ἀγαθοὶ πατριῶτες ὅλοι, οἱ εἰκοσιπέντε, ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ οὔλους τους ἀναντίους ρίχτηκαν ὡς λιοντάργια· τοὺς ρίχτηκαν ἀπάνου τοὺς οἱ ἀναντίοι ὅλοι. Ρίξαν καὶ σκότωσαν μόνον ἕναν νωματάρχη. Αὐτὸς μόνον ἐσκοτώθη εἰς τὸ Σύνταμα· ὅτι ὅσα ῾νεργάγει ἡ Θεία Πρόνοια ἔτζι γένονται. Τότε μπῆκαν ὅλοι μέσα κι᾿ ἀνάψαμεν τὸ ντουφέκι καὶ οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω. Ὅμως ἐμεῖς δὲν θέλαμεν νὰ ρίξωμεν εἰς τὸ κρέας, ὅτι ἦτον ἀδελφοί μας κι᾿ ἐκεῖνοι. Τότε ντουφεκισμοὺς ἐμεῖς κι᾿ ἐκεῖνοι, κι᾿ ἀρχίσαμεν ἐμείς· «Ζήτω τὸ Σύνταμα κ᾿ ἡ Ἐθνικὴ Συνέλεψη!» [...]
Καὶ μᾶς πῆραν εἰς τὰ χέρια ὅλους ὁ λαός. Χάλευαν νὰ μποῦνε ἀπὸ τὰ παλεθύρια εἰς τὸ Παλάτι. Τότε τοὺς μίλησα νά ῾χουν τὴν μεγαλύτερη ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν· «Ἐμεῖς θέλομεν νὰ μᾶς δώση ὁ Βασιλέας μας ἐκεῖνο ὁποῦ ἀποχτήσαμεν μὲ τὸ αἷμα μας καὶ θυσίες μας, ὁποῦ τὸ καταπάτησε κι᾿ ὁ Καποδίστριας. Οἱ Δύναμες τὸν ὁδήγησαν νὰ μᾶς δώση σύνταμα, ὅταν τὸν ἀναγνώρισαν βασιλέα μας καὶ ἦρθε ἐδὼ· καὶ ὑποσκέθη· κι᾿ ὡς σήμερον δὲν τὸ ῾βαλε ῾σ ἐνέργεια. Νὰ τὸ βάλη τώρα καὶ εἶναι Βασιλέας μας. Καὶ νὰ μᾶς κυβερνάγη συνταματικῶς. Δι᾿ αὐτό, ἀδελφοί, σηκωθήκαμεν καὶ κιντυνέψαμεν, κι᾿ ὄχι νὰ κάμωμεν ἀταξίες· οὔτε εἰς τὸ περιβόλι νὰ μὴν πλησιάση κανένας καὶ πειράξετε οὒτ᾿ ἕνα φύλλο».
Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Γ',7