Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Ιερά Μονή Γοργοεπηκόου Νεστάνης – Κυνουρίας

 

Η σημερινή Νεστάνη είναι ένα μεγαλοχώρι της επαρχίας της Μαντινείας και πήρε το όνομα της αρχαίας Νεστάνης μόλις το 1927. Ως τότε λεγόταν Τσιπιανά από το βυζαντινό τοπωνύμιο, όπως ονομαζόταν και το ομώνυμο κάστρο, το κτισμένο πάνω στο Γουλά.



 Στο πρανές απόκρημνου και αγέρωχου βράχου, ο οποίος δεσπόζει των γύρω παραφυάδων του Μαινάλου που κλείουν το περίφημο «αργόν πεδίον», υψώνεται το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου.
Η προσωνυμία Γοργοεπήκοος προέρχεται από την πίστη των χριστιανών ότι η Παναγία εισακούει γοργά (αμέσως) τις προσευχές των πιστών. Η ετέρα προσωνυμία της Παναγίας των «Τσιπιανών ή Τσιπιανίτισσας»είναι τοπωνυμική και προέρχεται από την ονομασία του τόπου όπου  βρίσκεται, τα Τσηπιανά ή Κηπιανά. Υποστηρίζεται από τους Ντ. Αντωνακάτου – Τ. Μαύρο ότι τα Κοπιάνε υπήρξαν βυζαντινός οικισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε κάτω και πέριξ του εκεί κάστρου, το οποίο και διατηρήθηκε μέχρι την εποχή της Τουρκοκρατίας. Από τα Κοπιάνε και λόγω τσιτακισμού ή παραφθοράς της λέξης προήλθε η λέξη «Τσαπιών».Ο Fougeres  το ετυμολογεί από την αλβανική λέξη Tsip=τσίπουρο, ο Ρηγόπουλος πάλι από το αλβανικόTsep=κέρατο, αιχμηρό. Το  κάστρο Κηπιανά αναφέρεται στο Αραγωνικό Χρονικό του Μορέως (1393). Αναφέρεται αργότερα το 1467 σαν ερειπωμένο «R.ZIPIANA» στον πίνακα των κάστρων του Μοριά, από τον Stephano Magno.

  Η μονή βρίσκεται στα ανατολικά/νοτιοανατολικά του χωριού Νεστάνη, σε υψόμετρο980 μ., επάνω στο βουνό Γουλάς (1.160 μ.), το οποίο έχει ημικωνικό σχήμα, καθώς οι πλαγιές του στενεύουν απότομα προς την κορυφή. Απέχει περί τα 15 χλμ.από την Τρίπολη. Το μοναστήρι της Γοργοεπηκόου επιβάλλεται στο φυσικό τοπίο της περιοχής. Πανύψηλες οροσειρές πλαισιώνουν την περιοχή της Νεστάνης – Κτενιάς , Αρτεμίσιο, Λύρκειο- στα ανατολικά, το Μαίναλο στα δυτικά και ανάμεσα τους η έκταση της αρχαίας Μαντινείας. «Μαντινέη ερατεινή» αποκαλεί την Μαντινεία ο Όμηρος.

  Η κώμη της Νεστάνης βρίσκεται χαμηλά σε επίπεδο μέρος στην κατωφέρεια του πρανούς, ενώ ο δρόμος προς το μοναστήρι είναι ανηφορικός. Ο επισκέπτης εισέρχεται στη μονή από δύο εισόδους: Στα δυτικά ανεβαίνοντας υπάρχει επιβλητική νεότερη πέτρινη σκάλα, η οποία καταλήγει στην τοξωτή θύρα των αποθηκών και των σταύλων. Η δεύτερη είσοδος βρίσκεται στα νότια του μοναστηριού. Ο χώρος περιμετρικά του ορθογώνιου κτιριακού συγκροτήματος είναι ελεύθερος. Τα κτίσματα, αν και έχουν υποστεί μεταβολές και διαρρυθμίσεις, παραμένουν διώροφα. Οι άνω όροφοι, ως επί το πλείστον, χρησιμοποιούνται ως κελιά ή ξενώνες και τα ισόγεια με τα χαγιάτια τους ως αποθήκες.

  Ο στρατηγικής σημασίας χώρος του Γουλά είχε φιλοξενήσει κτίσματα, ασκητήρια και εκκλησίδια διάσπαρτα μέσα στις σπηλαιώδεις πτυχές του. Στα ανατολικά της μονής,  στους πρόποδες του Γουλά, οι Βυζαντινοί έκτισαν ένα ναό προς τιμήν της Αναλήψεως του Χριστού. Βρίσκεται εντός του φυσικού σπηλαίου και είναι πλέον ερειπωμένος. Έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα κτισμάτων και οχυρώσεως στον αυχένα του απότομου όρους, ένδειξη προϋπάρχοντος οικισμού.

Ο  ναός της Αναλήψεως του Γουλά εισχωρεί στο σπήλαιο και έχει προέκταση προς τα δυτικά. Η προσπέλαση είναι πολύ δύσκολη. Σήμερα σώζεται η ανατολική ημικυκλική κόγχη και η αρχή του νότιου τοίχου, ενώ η βόρεια πλευρά είχε λαξευτεί στο φυσικό βράχο, ο οποίος και παρείχε σπηλαιώδη επικάλυψη του ναού. Για να στηριχθεί η προς τα δυτικά επέκταση είχε κατασκευασθεί αναλημματικός τοίχος, επί του οποίου διακρίνονται ξυλόδεσμοι από κέδρο. Ο ναός ήταν κατάγραφος με τοιχογραφίες εκ των οποίων σώζονται κάποια ακέραια τμήματα.