Συνέντευξη του Φάνη Μαλκίδη για τις εξελίξεις στη Ν. Οσετία
Συνέντευξη του Φάνη Μαλκίδη στη δημοσιογράφο Μαρία Νικολάου στην Ελληνική Ραδιοφωνία- σταθμός Κομοτηνής, για τις εξελίξεις στη Νότια Οσετία.
Φάνης Μαλκίδης: «Μένει να δούμε που θα σταματήσει ο νέος στρατιωτικός και πολιτικός ανταγωνισμός»
Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στη στη δημοσιογράφο Μαρία Νικολάου στην Ελληνική Ραδιοφωνία - σταθμός Κομοτηνής, ο Φάνης Μαλκίδης αναλύει τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τελευταία στη Νότια Οσετία και εξηγεί τις πολιτικές εξελίξεις που λαμβάνουν ΄χωρα στη συγκεκριμένη περιοχή του Καυκάσου. Ο κ. Φάνης Μαλκίδης, στη συνέντευξη που παρέθεσε, εξηγεί τους λόγους που ώθησαν τη Ρωσία στην εμπλοκή, μιλάει για τη στάση και τις βλέψεις των ΗΠΑ στην περιοχή αλλά και για της αδυναμία της Ευρώπης που ακόμη μία φορά δεν μπόρεσε να παίξει καθοριστικό ρόλο.Ακολουθεί η συνέντευξη του Φάνη Μαλκίδη:
1η Ερώτηση: Ποιο βασικό συμπέρασμα απορρέει από τις συγκρούσεις στη Νότια Οσετία;Φάνης Μαλκίδης (Φ.Μ.) Το γεγονός ότι υπήρξε η στρατιωτική επίθεση της Γεωργίας, η οποία εδώ και χρόνια δε δέχεται το καθεστώς της Νότιας Οσετίας, οφείλουμε να το δεχθούμε ως πρώτο συμπέρασμα, επιφέροντας, σύμφωνα με ρωσικές πηγές, τον θάνατο 2000 αμάχων και την καταστροφή μεγάλου μέρους της πόλης, όπως και την «ισοπέδωση» σειράς οσσετιανών χωριών. Η Γεωργία είτε υποεκτίμησε τη ρωσική αντίδραση, είτε υπερεκτίμησε την στήριξη των ΗΠΑ. Και στις δύο περιπτώσεις η Γεωργία έδειξε ότι η μετασοβιετική περίοδος δεν σημαίνει δεδομένη ανεξαρτητοποίηση από τη ρωσική επιρροή και μία ακόμη πιο δεδομένη πρόσδεση με τις ΗΠΑ. Ενόσω υφίστανται τα ζητήματα της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, ο ενεργειακός στραγγαλισμός από τη Ρωσία και η εφήμερη στήριξη των ΗΠΑ, η χώρα του Καυκάσου θα αντιμετωπίζει συνεχώς προβλήματα. Το δεύτερο αφορά την αντίδραση της Ρωσίας η οποία πλέον δεν είναι αμήχανη μπροστά στις εξελίξεις ή απλώς δεν μπορεί να τις παρακολουθήσει όπως συνέβαινε στη δεκαετία του 1990. Τώρα από ότι φαίνεται κάθε κίνηση που αμφισβητεί τα συμφέροντά της θα λαμβάνει και την ανάλογη απάντηση, και όπως έδειξε η περίπτωση της Νότιας Οσετίας ακόμη και με στρατιωτικά μέσα. Μάλιστα όσο η Ρωσία θα αποκτά μεγαλύτερη σημασία στο διεθνές σκηνικό με την αναμφισβήτητη πρωταγωνιστική της θέση στο ενεργειακό τομέα, τόσο οι αντιδράσεις της θα είναι πιο σκληρές, πιο αποτελεσματικές, ακόμη και εάν αυτές μπορούν να προκαλέσουν ρήγματα στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Το τρίτο σχετίζεται με το γεγονός ότι, όπως φαίνεται και από τη δήλωση ότι ο Καύκασος είναι χώρος εθνικού συμφέροντος για τις ΗΠΑ, πως η υπερατλαντική υπερδύναμη επιθυμεί να έχει θέση στην περιοχή, χρησιμοποιώντας κυβερνήσεις και ανθρώπους για να το επιτύχει. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από την ευθεία σχέση του προέδρου της Γεωργίας με τις ΗΠΑ, ο αμερικανικός στρατός, όπως έγραψαν οι New York Times, ανέλαβε την επιχείρηση αναδιάρθρωσης «από την κορυφή μέχρι τα νύχια» του γεωργιανού στρατού, που διαθέτει τις μεγαλύτερες δυνάμεις στο κατεχόμενο Ιράκ μετά τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Στο ανώτερο επίπεδο οι ΗΠΑ βοήθησαν στο ξαναγράψιμο του γεωργιανού αμυντικού δόγματος και στην εκπαίδευση των διοικητών και επιχειρησιακών αξιωματικών του. Στο βασικό επίπεδο, Αμερικανοί πεζοναύτες και στρατιώτες εκπαίδευαν τους Γεωργιανούς στρατιώτες στα στοιχειώδη της μάχης. Η Γεωργία άρχισε να επανεξοπλίζει τον στρατό της με ισραηλινά και αμερικανικά πυροβόλα όπλα, αναγνωριστικά αεροσκάφη, υλικό επικοινωνίας και διαχείρισης πεδίου μάχης, οχήματα και πυρομαχικά». Σε πολιτικό επίπεδο η μη στήριξη της Γεωργίας από τις ΗΠΑ, πέρα από γενικόλογες αναφορές και τις προπαγανδιστικές αναφορές στα ελεγχόμενα από αυτήν μέσα ενημέρωσης για τη Γεωργία που πλήττεται και τη Ρωσία που επιτίθεται, απέδειξαν ότι στην παρούσα φάση χρησιμοποίησαν τη χώρα του Καυκάσου για να μετρήσουν τη ρωσική αντίδραση. Ωστόσο θεωρώ ότι η πραγματική θερμομέτρηση της Ρωσίας θα γίνει από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ. που αναδειχθεί μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου. Ένα ακόμη συμπέρασμα είναι η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία έδειξε για ακόμη μία φορά ότι και σ΄ αυτό το ζήτημα υπάρχουν αντίθετες απόψεις οι οποίες αφενός σχετίζονται με τα ειδικά συμφέροντα μεγάλων κρατών που θέλουν να διατηρήσουν τις προνομιακές τους σχέσεις με τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα, αντιλαμβανόμενες πλήρως την παρούσα κατάσταση (Γερμανία, Γαλλία) και αφετέρου οι θέσεις κρατών τα οποία κατανοούν ότι μόνο οι ΗΠΑ θα μπορέσουν να λύσουν το γόρδιο δεσμό της πολυποίκιλης πίεσης που ασκεί η Ρωσία σ΄ αυτές (χώρες της Βαλτικής, Τσεχία, Πολωνία). Η Ευρωπαϊκή Ένωση φάνηκε ανέτοιμη να διαχειριστεί ένα ζήτημα σε ένα ζωτικό χώρο γι΄ αυτήν επιβεβαιώνοντας τη στάση της και σε ανάλογα θέματα (Κοσσυφοπέδιο, Βοσνία- Ερζεγοβίνη) που δεν επιλύει αλλά διαιωνίζει τα προβλήματα. Επίσης μία διάσταση που αφορά την Ελλάδα, συνδέεται με τον Έλληνα που έχασε τη ζωή του στις 12 Αυγούστου και κυρίως με τις δολοφονίες, με την πολιτική εκδίωξης και της αρπαγής των περιουσιών των Ελλήνων από τις γεωργιανές αρχές, τόσο στην Αμπχαζία, όσο και στη Νότια Οσετία. Ζητήματα τα οποία οφείλουμε να τα γνωρίζουμε και κυρίως να τα αναδείξουμε. 2 Ερώτηση: Οι περιοχές αυτές γιατί διεκδικούν την ανεξαρτησία τους;Φ.Μ Όπως συμβαίνει και σε άλλες περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (Ναγκόρνο Καραμπάχ, Τσετσενία), τα ζητήματα της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, προέκυψαν τόσο από την ιστορία και τους κύκλους της, όσο και από τη σοβιετική διαχείριση, κυρίως κατά τη σταλινική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας, δεν λήφθηκαν καθόλου τα δημογραφικά και εθνοτικά στοιχεία, αλλά μόνο πολιτικές προτεραιότητες. Τα θέματα αυτά παρέμειναν ενταφιασμένα και μόλις σημειώθηκε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή σύμφωνα με τον Πούτιν, αυτά επανήλθαν στο προσκήνιο. Η ρωσόφωνη πλειοψηφία της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, είναι μία πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ενώ από την άλλη προβάλλεται και η ανάγκη της Γεωργίας να διαφυλάξει σύμφωνα με αυτήν τον εθνικό της χώρο. Η ανεξαρτητοποίηση μικρών περιοχών είναι μία επίκαιρη λύση διεθνώς και αποτελεί μείζον στόχος για τις τοπικές ηγεσίες της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, που θεωρούν ότι το μέλλον τους συνδέεται με μία μεγάλη δύναμη όπως η Ρωσία και όχι με τη Γεωργία. Εκτιμώ ότι ο χώρος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης θα συνεχίζει να αποτελεί θέατρο συγκρούσεων, άρα και στις περιπτώσεις της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας τα ζητήματα που έχουν ανακύψει θα συνεχίζουν να μας απασχολούν και στο μέλλον. 3η Ερώτηση: Η Ρωσία ποιους λόγους είχε να εμπλακεί;Φ.Μ Η Ρωσία εκτός από τους συναισθηματικούς λόγους να σταθεί δίπλα σε ρωσικούς- ρωσόφωνους πληθυσμούς, επιθυμούσε να διατρανώσει ότι η παρουσία της στην περιοχή του Καυκάσου θα είναι κεντρική και πρωταγωνιστική. Δηλαδή δε θα ανεχθεί την απώλεια του ελέγχου μίας περιοχής που είναι μεγάλης σημασίας για αυτήν, αλλά και γιατί κάθε ολιγωρία της θα δημιουργούσε προηγούμενα για να υπάρξουν ανάλογες κινήσεις και σε άλλους χώρους (Τσετσενία). Εξάλλου η Ρωσία θέλει να αποδείξει ότι έχει επανέλθει πλήρως και δεν πρόκειται να ανεχθεί καμία αμφισβήτηση των εθνικών της συμφερόντων. 4η Ερώτηση: Ξεκινά νέο μέτωπο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας σχετικά με το καθεστώς της ρωσικής ναυτικής βάσης στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας;Φ.Μ: Είναι μία συνέχεια της διαμάχης που ξεκίνησε το 1991, όταν οι δύο χώρες συγκρούστηκαν για το μέλλον του σοβιετικού στόλου. Συνεχίστηκε με τη διαμάχη του φυσικού αερίου και της νέας τιμής που απαίτησαν οι Ρώσοι, εκεί πάλι τέθηκε το ζήτημα της ρωσικής ναυτικής βάσης στη Σεβαστούπολη και κορυφώθηκε με την κρίση στην Νότια Οσετία. Το θέμα είναι ανοιχτό, η Ουκρανία δεν μπορεί να λάβει μία απόφαση που θα εκδιώκει το ρωσικό στόλο, γιατί αυτό κατά την άποψή μου θα ισοδυναμεί με την κίνηση της Γεωργίας να επιτεθεί στην Νότια Οσετία. Άρα δεν είναι τόσο απλό το θέμα και μάλιστα μπροστά στην πρόσφατη ρωσική αποφασιστικότητα. 5η Ερώτηση: Η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να συμφωνήσει σε κανόνες αναφορικά με την ανεξαρτησία των μικρών περιοχών;Φ.Μ: Όπως γνωρίζετε οι υποστηρικτές της μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου μιλούν για μοναδική περίπτωση. Ωστόσο αυτό όπως συμφωνούν όλοι οι υποστηρικτές της διεθνούς νομιμότητας δεν αποτελεί παρά υποκρισία, αφού δεν έγινε το ίδιο όπως τότε τόνισε ο Πούτιν για την Αμπχαζία και την Νότια Οσετία. Ο κανόνες περί ανεξαρτησίας πηγάζουν από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και όπου αυτά συγκλίνουν υπάρχει μία γενική συμφωνία. Όπου αυτά αποκλίνουν κάθε κίνηση ανεξαρτησίας θεωρείται «τρομοκρατία» ή κινήσεις που πρέπει να κατασταλούν βίαια. Συνεπώς, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον δεν πρόκειται να υπάρξει συμφωνία στους γενικούς κανόνες ανεξαρτητοποίησης μειονοτήτων και μικρών περιοχών, παρά μόνο στην πρόσκαιρη ικανοποίηση μικρών και μεγάλων συμφερόντων. 6η Ερώτηση: Δεν είναι τουλάχιστον οξύμωρο από τη μια η Ρωσία να ισχυρίζεται ότι η εκχώρηση ανεξαρτησίας στο Κοσσυφοπέδιο μπορεί να δημιουργήσει επικίνδυνο προηγούμενο και από την άλλη η Μόσχα να είναι αποφασισμένη να αποδείξει ότι έχει δίκιο;Φ.Μ: Όπως ανέφερα η Ρωσία ως μεγάλη δύναμη σταθμίζει τις θέσεις με βάση τα συμφέροντά της και όχι με βάση συμφέροντα άλλων κρατών ή οργανισμών. Εκτιμά ότι η περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου δυναμιτίζει τη επιρροή της στη Σερβία και γενικότερα σε ένα σημαντικό για αυτήν χώρο όπως είναι τα Βαλκάνια και από την άλλη προωθεί την ανεξαρτητοποίηση της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, αφού αυτό τη συμφέρει. Άρα μην αναζητείτε λογική και συνέχεια σε θέσεις που εκφράζουν τεράστια πολιτικά και οικονομικά- ενεργειακά συμφέροντα. 7η Ερώτηση: Η αμερικανική και η νατοϊκή στρατηγική, σχολιάζουν πολλοί, είναι σαφής και συνεπής. Είναι η διάλυση του πρώην σοβιετικού χώρου και η απομάκρυνση των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών από τη Μόσχα, έχει δόση αλήθειας;Φ.Μ: Δεν είναι άτοπο να υποστηριχθεί ότι οι ΗΠΑ με δόση υπερβολικής σιγουριάς και απίστευτου κυνισμού επιδίωξαν την πολιτική και οικονομική εξόντωση της Ρωσίας μετά τη διάλυση της σοβιετικής Ένωσης. Παράλληλα σε ένα πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που είχε διαλυθεί κυριολεκτικά, όπως ήταν το σοβιετικό, δεν έδινε καμία ελπίδα στις πρώην δημοκρατίες, παρά να στραφούν στις ΗΠΑ. Έτσι ήταν η λογική κατάληξη εκείνης της περιόδου. Τώρα όμως τόσο πολιτικά, όσο και οικονομικά τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε κρίση και η Ρωσία ανέρχεται. Η πρώτη συνεχίζει την πολιτική της με όσες δυνάμεις διαθέτει κυρίως στρατιωτικές (αντιπυραυλική ασπίδα), ενώ η δεύτερη έχει καλύψει το χαμένο έδαφος της δεκαετίας του 1990 και κινείται και σε νέες περιοχές (Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία, κ.ά). Αυτό που επιδίωξαν οι ΗΠΑ φαίνεται με ορισμένες εξαιρέσεις ότι δεν υλοποιήθηκε, ενώ από την άλλη η Ρωσία είναι αυτή που ρυθμίζει πλέον πολλά ζητήματα που σε άλλες περιόδους απλώς τα παρακολουθούσε. 8η Ερώτηση: Η απουσία στρατηγικής και πρότασης του Κρεμλίνου για την πρώην ΕΣΣΔ είναι ορατή πια, που βλέπετε να οδηγεί;Φ.Μ: Η Ρωσία γνωρίζει πολύ καλά ότι καμία πρώην σοβιετική δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει οικονομικά χωρίς αυτήν. Αυτό είναι το πρώτο δεδομένο και μάλιστα πολύ ξεκάθαρο. Το δεύτερο αφορά την πολιτική πίεση που επανέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και μάλιστα με ασφυκτικό τρόπο, στοχεύοντας στην υλοποίηση της ρωσικής στρατηγικής. Τέλος, το τρίτο ζήτημα και αυτό θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό και δεν έχει τονισθεί αρκετά είναι πως οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες συνδέονται με ένα σύστημα αξιών με τη Ρωσία (γλώσσα, πολιτισμός κ.ά) που δεν μπορεί να ξεριζωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα, ή διαφορετικά είναι πολύ ισχυρό και αντέχει στο χρόνο. Είναι η ρωσική παράδοση που ανέδειξαν σε μεγάλο βαθμό τα κείμενα του πρόσφατα θανόντα συγγραφέα Αλ. Σολτζενίτσιν. Άρα δε συμφωνώ με την άποψη περί μη πρότασης της Ρωσίας για την πρώην Σοβιετική Ένωση. Υπάρχει και μάλιστα το επόμενο χρονικό διάστημα θα γίνει ακόμη πιο ουσιαστική. 9η Ερώτηση: Η συμφωνία ΗΠΑ με την Πολωνία για την εγκατάσταση μέρους της αντιπυραυλικής ασπίδας, ανοίγει τον ασκό του (πυρηνικού) Αιόλου; Φ.Μ: Είναι μία διαπίστωση η οποία με βρίσκει σύμφωνο. Οι ΗΠΑ, όπως ανέφερα πιέζουν με το μοναδικό τρόπο που διαθέτουν σε ποσότητα και ποιότητα, την στρατιωτική τους δύναμη, τις χώρες που γειτνιάζουν με τη Ρωσία πιστεύοντας στην αναδίπλωσή της. Από την άλλη η Ρωσία γνωρίζει την αποτελεσματικότητα των στρατιωτικών της ικανοτήτων και πιστεύω ότι θα απαντήσει αναλόγως, πιέζοντας με τη σειρά της ακόμη περισσότερο τις χώρες που έχουν δείξει σαφή διάθεση πρόσδεσης στις ΗΠΑ. Ο χρόνος θα δείξει ότι αυτή η θέση θα είναι σύντομα μία πραγματικότητα, και μένει να δούμε που θα σταματήσει ο νέος στρατιωτικός και πολιτικός ανταγωνισμός.