Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Από τον Μ. Αλέξανδρο στο Βυζάντιο – Γ. Η κληρονομιά του Αλεξάνδρου


Μια σειρά κειμένων του Κώστα Παπαϊωάννου για την ιστορική περίοδο από την ελληνιστική εποχή που εγκαινιάστηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο έως το Βυζάντιο και την πορεία του ελληνισμού σε αυτούς τους αιώνες. Τα κείμενα προέρχονται από τα παρακάτω βιβλία του Κ. Παπαϊωάννου: 



Η κληρονομιά του Αλεξάνδρου

Τέχνη και πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα

Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, που όλα κυκλοφορούν από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις

Έξι αιώνες μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ένας Έλληνας από την Αίγυπτο, παίρνοντας το όνομα του Καλλισθένη, του συντρόφου του μεγάλου Μακεδόνα, συγκέντρωσε σε μια ενιαία αφήγηση όλα τους θρύλους που το όνομα του Αλέξανδρου είχε απελευθερώσει στην ελληνιστική Ανατολή, μεταμορφώνοντας τον κατακτητή της Ασίας σε ένα είδος μάγου που αναδύθηκε από τις Χίλιες και μια νύχτες.

Η χωρίς προηγούμενο διάδοση του μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη δείχνει καθαρά την τεράστια εντύπωση που προκάλεσε σε όλο τον κόσμο η μορφή του Αλεξάνδρου. Μέσω της λατινικής μετάφρασης του Ιούλιου Βαλέριου (4ος αιώνας) και εκείνης του αρχιερέα Λέοντα (Νάπολη, 10ος αιώνας), το Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, συμπληρωμένο με τις μυθοπλασίες της Historia de Proeliis και της Επιστολής του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη, έγινε γνωστό σε όλους τους λαούς της Ευρώπης και αναπαράχθηκε σε πολλές γλώσσες, φτάνοντας μέχρι την Ισλανδία. Παρομοίως, και οι ανατολικοί λαοί μετέγραψαν στις γλώσσες τους την αφήγηση του ψευδο-Καλλισθένη, εμπλουτίζοντάς την με παραλλαγές που ο αλεξανδρινός μύθος είχε γεννήσει στην Ανατολή. Έτσι, για τους Αιγυπτίους, ο Αλέξανδρος υπήρξε ο γιος του τελευταίου Φαραώ, Νεκτανεβώ Β΄, ενώ οι Πέρσες Φιρντουζί ( 10ος αι.) και Νιζάμι (12ος αι.) τον είχαν μεταβάλει σε απόγονο του οίκου των Αχαιμενιδών, δηλαδή σε εθνικό ήρωα του Ιράν. Υιοθετημένος από την εσχατολογική ιουδαϊκή φιλολογία, ο Αλέξανδρος είναι επίσης παρών στο Κοράνι, όπου αναφέρεται ως Ισκαντέρ Δουλ-Καρνεΐν («Αλέξανδρος Δικέρατος»), σε ανάμνηση του γιου του θεού Άμμωνα, που ήταν στολισμένος με τα δύο κέρατα του πατέρα του. Ανάλογα χαρακτηριστικά βρίσκουμε  στις αναρίθμητες μεταφράσεις του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, στη συριακή, αρμενική, κοπτική, αιθιοπική, τουρκική, μαλαϊκή, σιαμέζικη και λοιπές γλώσσες[1]. Ακόμα και σήμερα, οι οικογένειες των ευγενών του Μπαντακσάν, στις υπώρειες του Ιντοκούς, ισχυρίζονται πως κατάγονται από τον Αλέξανδρο, ενώ οι Καφίρ των ορέων του Νουριστάν θεωρούν ως προγόνους τους τούς στρατηγούς και τους στρατιώτες του. Παρομοίως, ο πρόεδρος Σοεκάρνο –αλλά και οι παλαιοί Ολλανδοί κυβερνήτες– είχαν μεταμορφωθεί από τους κατοίκους της Ιάβας σε απογόνους του μεγάλου Ισκαντέρ Αγκούνγκ

Έτσι, για πολλούς αιώνες, οι σαλτιμπάγκοι, οι ερμηνευτές του Αλβέριχου ντε Μπεζανσόν, του Αλεξάντρ ντε Μπερναί ή του πατέρα Λαμπρέχτ, οι αφηγητές του Σαχ-Ναμέχ του Φιρντουζί και του Ισκαντέρ-Ναμέχ του Νιζαμί, οι λαϊκοί βάρδοι και οι παραμυθάδες του χωριού αφηγούνταν στα ανάκτορα και στις δημοσιές της Ανατολής και της Δύσης πώς ο Αλέξανδρος είχε ανακαλύψει την Πηγή της Αιώνιας Νεότητας, πώς είχε εισχωρήσει στο μαγεμένο δάσος όπου, κάτω από κάθε δέντρο, κοιμάται μια νεαρή κοπέλα αιθέριας ομορφιάς, πώς είχε εξερευνήσει τον βυθό του Ωκεανού και πώς προσπάθησε να ανεβεί μέχρι τον έβδομο ουρανό. Ο Αλέξανδρος, διηγούνταν οι ποιητές, είχε αιχμαλωτίσει δυο φτερωτούς γρύπες τους οποίους άφησε νηστικούς για τρεις ημέρες. Την τρίτη μέρα, τους έζεψε σε έναν ζυγό από τον οποίο αιωρούνταν ένας θρόνος ο βασιλέας κάθισε επάνω του και ύψωσε ένα μακρύ κοντάρι στην άκρη του οποίου κρέμασε το συκώτι ενός ζώου. Οι πεινασμένοι γρύπες πέταξαν ψηλά για ν’ αρπάξουν την τροφή, και ανέβασαν έτσι τον βασιλιά στον ουρανό δεν ακούμπησαν ποτέ τη λεία τους και έτσι ο Αλέξανδρος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά και θα έφτανε στον έβδομο ουρανό αν δεν συναντούσε ένα πνεύμα που τον διέταξε να κατέβει και πάλι ανάμεσα στους ανθρώπους: «Γιατί, του είπε, θέλεις να γνωρίσεις τα πράγματα του ουρανού όταν αγνοείς τα πράγματα της γης;»…

Αυτή την εικόνα της αναλήψεως του Αλεξάνδρου την συναντάμε λίγο-πολύ παντού στη Δύση: ας αναφέρουμε, ανάμεσα σε άλλα, το θαυμάσιο ψηφιδωτό δάπεδο του καθεδρικού ναού του Οτράντο, τα κιονόκρανα της Μονής του Μουασάκ, τα ανάγλυφα που κοσμούν την πρόσοψη του καθεδρικού ναού του Μπόργκο Σαν Ντονίνο ή εκείνη της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου, στη Βενετία. Την ξαναβρίσκουμε, σχεδόν πανομοιότυπη, σε περσικές, αιθιοπικές, τουρκικές, ινδικές μινιατούρες. Η ωραιότερη αναπαράσταση αυτού του θέματος είναι, ίσως, αυτή που βρίσκουμε επάνω σε ένα θαυμάσιο μουσουλμανικό σμάλτο, στο Μουσείο Φερντιναντέουμ του Ίνσμπρουκ, που ανήκε άλλοτε σε έναν ακόμα λάτρη του Αλεξάνδρου : τον πρίγκιπα Σουλεϊμάν ιμπν-Νταούντ της Μοσούλης (1114-1144)…

Στο βάθος αυτής της οικουμενικής ονειροφαντασίας βρίσκεται ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός : αν ο Αλέξανδρος κατέστη ο μοναδικός, κοινός σε Ανατολή και Δύση, ήρωας, αυτό συνέβη γιατί ο κόσμος που δημιούργησε εκπροσωπεί τη μεγαλύτερη διεθνή κοινότητα που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης.


[1] Βλ. Th. Nöldeke, Beiträge zur Geschichte des Alexanderromans, F. Tempsky, Βιέννη, 1890 Paul MeyerAlexandre le Grand dans la littérature française du Moyen Âge, 2 τ., Vieweg, Παρίσι 1886 George Cary, The Medieval Alexander, Cambridge UP, Νέα Υόρκη 1956.