Ο Άγιος Σπυρίδωνας στην Κύπρο, διατηρούσε κοπάδι με αιγοπρόβατα για τις ανάγκες των πτωχών της Επισκοπής του. Ένας ζωέμπορος πήγε σπίτι του, θέλοντας ν’ αγοράσει εκατό κατσίκες. Εκείνος του είπε να δώσει τα χρήματα και μετά να τις παραλάβει.
Ο έμπορος σκέφθηκε να ξεγελάσει τον απονήρευτο Άγιο και του έδωσε χρήματα για ενενήντα εννέα μόνο ζώα, με την σκέψη να γλυτώσει τα χρήματα της εκατοστής.
Όταν μπήκαν στο μαντρί, ο Άγιος του παρήγγειλε να πάρει τόσες κατσίκες, όσες είχε πληρώσει. Εκείνος όμως, δίχως ντροπή, ξεχώρισε και πήρε εκατό.
Μία από τις κατσίκες αυτές, όμως, σαν πιστή δούλη και σαν να καταλάβαινε ότι δεν την επούλησε ο κύριός της, επέστρεφε μ’ επιμονή πίσω στο μαντρί. Ο αδιάντροπος ζωέμπορος έμπαινε όμως και πάλι στο μαντρί και την έβγαζε με την βία έξω. Αυτό το θαυμαστό γεγονός συνέβη τρεις φορές.
Την τελευταία φορά όμως, που ο έμπορος την άρπαξε και την έβαλε στους ώμους του για να φύγει, εκείνη άρχισε να βελάζει δυνατά και να τον χτυπά στο κεφάλι με τα κέρατα, σαν να ήθελε να διαλαλήσει την αδικία του πλεονέκτη.
«Μήπως, παιδί μου, ξέχασες να πληρώσεις το ζώο και δίκαια συμπεριφέρεται έτσι;», ερώτησε τον ζωέμπορο με ηρεμία και διακριτικότητα ο Άγιος.
Μόνο τότε συνήλθε εκείνος, ομολόγησε το σφάλμα του και ζήτησε συγγνώμη. Αλλά και η κατσίκα έπαψε να φωνάζει και ν’ αντιστέκεται, και ακολούθησε ήρεμα τις άλλες, μόλις ο ζωέμπορος πλήρωσε το τίμημά της, στον Άγιο Σπυρίδωνα!