Ο Παναγιώτης Κονδύλης ήταν ένας σπουδαίος φιλόσοφος του σύγχρονου Ελληνισμού. Ίσως τον βοήθησε το γεγονός πως έζησε αρκετά χρόνια μακριά από το εθνικό κέντρο –«έξω πάμε καλά»– και χάρισε στον κόσμο τρομερά κείμενα, ως συνέχεια των Θουκυδίδη, Μακιαβέλι και Μαξ Βέμπερ.
Ένα από τα έργα αυτά είναι και η «Θεωρία του Πολέμου» που εκδόθηκε στα γερμανικά το 1988 και στα ελληνικά το 1997. Πρόκειται για μια «επανάσταση» στην ερμηνεία του μεγάλου θεωρητικού του πολέμου, Καρλ φον Κλαούζεβιτς, για ένα κείμενο που σφάζει, όπως γράφτηκε τότε, πολλές «ιερές αγελάδες» της δυτικοφιλελεύθερης ιστορικής και πολιτικής επιστήμης.
Στην ελληνική έκδοση της «Θεωρίας του Πολέμου», ένα χρόνο πριν τον θάνατό του, ο Παναγιώτης Κονδύλης παραθέτει ένα φοβερό επίμετρο, με τον τίτλο «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου». Δεν προσπαθεί να επιβάλει κάποια φιλοπόλεμη αντίληψη, αλλά εξηγεί -όπως πολλοί θεωρητικοί του πολέμου- πως ο πόλεμος αποτελεί συνέχεια της πολιτικής, ειδικά στα μέτρα του σύγχρονου Ελληνισμού. Ο οποίος δεν έχει άλλη επιλογή από το να μελετά και να βελτιώνει διαρκώς την άμυνά του, απέναντι στην ιμπεριαλιστική Τουρκία. «Η συγκριτική ανάλυση του γεωπολιτικού δυναμικού της Ελλάδας και της Τουρκίας μ’ αυτή τη στενότερη έννοια, συνδέεται ιδιαίτερα με το πρόβλημα της πιθανής στρατηγικής φυσιογνωμίας ενός ελληνοτουρκικού πολέμου στο προσεχές ή απώτερο μέλλον», γράφει ο Κονδύλης.
Θυμηθήκαμε τη «Θεωρία του Πολέμου» και τον Κονδύλη μετά από συζήτηση για την προσφορά της Κύπρου στον υπόλοιπο Ελληνισμό, ειδικά με όσα γράφονται ή λέγονται για την αγορά των γαλλικών «Rafale» και την άφιξη των πρώτων 6 από τα 24 στην Ελλάδα. Ιδού, το κομμάτι του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου, που ταιριάζει γάντι με τους πανζουρλισμούς για τα μαχητικά: «Οι εθνικοί πόροι πρέπει να αντιμετωπισθούν με γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια, όχι ως αριθμητικοί «δείκτες»: το 1% του εθνικού εισοδήματος που προέρχεται από την άνοδο του τουρισμού δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία. Και πρέπει επίσης να εκλογικευθούν και να χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους (δεν μου είναι κατανοητό λ.χ. γιατί η Κύπρος, με ετήσιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης γύρω στο 5% κατά την τελευταία δεκαπενταετία και με αύξουσα ευημερία, δεν συμβάλλει οικονομικά -τρόποι βρίσκονται- στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα∙ όποιος αισθάνεται μέρος του Ελληνισμού το αποδεικνύει σηκώνοντας εθνικά βάρη)».
Δεν είναι πολύ μακριά από την παρούσα πραγματικότητα το παραπάνω, που γράφτηκε το 1997. Η Κύπρος δεν μπορεί να βλέπει την Ελλάδα ως μια χώρα-σύμμαχο που υποχρεούται να βοηθήσει τον υπόδουλο Ελληνισμό, αλλά ως ο υπόδουλος Ελληνισμός που στέκεται στο πλευρό της μάνας του. Όπως, λοιπόν, οι προπάπποι και οι προγιαγιάδες έδιναν ό,τι είχαν για τους πολέμους της Ελλάδας, τα χρυσαφικά, τα ρολόγια, τις περιουσίες τους, έτσι και σήμερα, ως Κυπριακή Δημοκρατία πια, πρέπει να μπει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Και τι πιο συμβολικό, από μια χειροπιαστή προσφορά για κάποια από τα «Rafale» που θα κληθούν να υπερασπιστούν ολόκληρο τον Ελληνισμό, αν ο μη γένοιτο χρειαστεί. Άλλωστε, «στην Κύπρο, η ελληνική πλευρά πολύ λίγα πράγματα έχει να περιμένει. Και αν μπορέσει να υπερασπίσει κάτι, αυτό θα είναι δυνατόν μονάχα εάν ο κυπριακός πληθυσμός στο σύνολό του φανεί διατεθειμένος να πολεμήσει, αν χρειαστεί, με νύχια και με δόντια», κατά πως γράφει επίσης ο Κονδύλης, που αντιλαμβανόταν τον Ελληνισμό ως σύνολο και απεχθανόταν τον παρασιτικό καταναλωτισμό και τους τηλεθεατές, σε Κύπρο και Ελλάδα.
Του Αλέκου Μιχαηλίδη από τον Φιλελεύθερο