Ελάχιστες φορές σκεφτόμαστε το πόσο συνέβαλε στην απελευθέρωση του Έθνους μας από τον τουρκικό ζυγό ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Δεν είχε όπλα. Δεν οδηγούσε στρατεύματα. Δεν έκανε πολέμους και μάχες.
Είχε όμως τα όπλα του πνεύματος, την αγιότητα της ζωής του και το κήρυγμα, με το οποίο αφύπνιζε τις συνειδήσεις των σκλάβων Ελλήνων, που έτσι μάθαιναν για την πίστη τους την ορθόδοξη και για την ένδοξη ιστορία της πατρίδας τους: «Πρέπον και εύλογον είνε, χριστιανοί μου, καθώς μανθάνομεν από το άγιον Ευαγγέλιον και από τας θείας Γραφάς, ν’ αρχίζωμεν την διδασκαλίαν μας από τον Θεόν, και όταν τελειώσωμεν, να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν» (Α Διδαχή). «Εγώ εδιάβασα και περί ιερέων, και περί ασεβών, αιρετικών και αθέων · τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα · όλαι αι πίστεις είνε ψεύτικες · τούτο εκατάλαβα αληθινόν, ότι μόνη η πίστις των ορθοδόξων χριστιανών είνε καλή και αγία … Να
ευφραίνεσθε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί, και να κλαίετε δια τους ασεβείς και αιρετικούς οπού περιπατούν εις το σκότος» (Α Διδαχή). Εξ άλλου, σε διάφορα μέρη της υπόδουλης Ελλάδος, στο κήρυγμά του συνήθιζε να λέη: «Αυτό μια μέρα θα γίνη Ρωμαίϊκο και καλότυχος όποιος ζήση σε κείνο το βασίλειο» (προφητεία). Πολλές φορές μιλούσε για τα περασμένα μεγαλεία του Ελληνισμού.
Έκανε τέσσερις (4) ιεραποστολικές περιοδείες σ’ ολόκληρο σχεδόν τον Ελλαδικό χώρο, ιδιαίτερα όμως στην Ήπειρο και στο κομμάτι που σήμερα ονομάζεται Βόρειος Ήπειρος. Κι’ αυτό, γιατί η Βόρειος Ήπειρος κινδύνευε από τους εξισλαμισμούς, οι οποίοι παρουσίαζαν ανησυχητική έξαρση. Είναι δε γνωστό, ότι όσοι εξισλαμίζονταν έχαναν και την εθνική τους ταυτότητα, κάτι που συνιστούσε θανάσιμη απειλή για τον Ελληνισμό. Έτσι ο Άγιος Κοσμάς, γυρνώντας από χωριό σε χωριό, έφερνε το μήνυμα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Και εκτός ελαχιστοτάτων εξαιρέσεων, οι Έλληνες έμειναν σταθεροί στα πιστεύω τους για την Θρησκεία και την Πατρίδα.
Ένας άνθρωπος, φλογερός και ανιδιοτελής, κατόρθωσε το ακατόρθωτο: Την σωτηρία του Ορθοδόξου Ελληνισμού, αλλά και την προετοιμασία του για την εθνική του παλιγγενεσία. Αλλά τα κηρύγματα του φλογερού Εθναποστόλου, καθώς και ορισμένες ενέργειές του, όπως η μετάθεση των παζαριών από την Κυριακή την ημέρα του Σαββάτου, προκάλεσαν, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις, κυρίως εκ μέρους των Εβραίων. Τον κατέδωσαν, λοιπόν, στον Κουρτ πασά του Βερατίου, τον οποίο και δωροδόκησαν. Ο Άγιος συνελήφθη και κατεδικάσθη εις θάνατον. Έτσι στις 24 Αυγούστου 1779 απαγχονίσθηκε στο Καλικόντασι της Βορείου Ηπείρου. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, προσευχήθηκε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του προφητάνακτος Δαβίδ : «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν» (Ψαλμ. ξε 12), προφητεύοντας, ασφαλώς, την απελευθέρωση του Έθνους.
Δεν είχε όπλα. Δεν οδηγούσε στρατεύματα. Δεν έκανε πολέμους και μάχες.
Είχε όμως τα όπλα του πνεύματος, την αγιότητα της ζωής του και το κήρυγμα, με το οποίο αφύπνιζε τις συνειδήσεις των σκλάβων Ελλήνων, που έτσι μάθαιναν για την πίστη τους την ορθόδοξη και για την ένδοξη ιστορία της πατρίδας τους: «Πρέπον και εύλογον είνε, χριστιανοί μου, καθώς μανθάνομεν από το άγιον Ευαγγέλιον και από τας θείας Γραφάς, ν’ αρχίζωμεν την διδασκαλίαν μας από τον Θεόν, και όταν τελειώσωμεν, να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν» (Α Διδαχή). «Εγώ εδιάβασα και περί ιερέων, και περί ασεβών, αιρετικών και αθέων · τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα · όλαι αι πίστεις είνε ψεύτικες · τούτο εκατάλαβα αληθινόν, ότι μόνη η πίστις των ορθοδόξων χριστιανών είνε καλή και αγία … Να
ευφραίνεσθε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί, και να κλαίετε δια τους ασεβείς και αιρετικούς οπού περιπατούν εις το σκότος» (Α Διδαχή). Εξ άλλου, σε διάφορα μέρη της υπόδουλης Ελλάδος, στο κήρυγμά του συνήθιζε να λέη: «Αυτό μια μέρα θα γίνη Ρωμαίϊκο και καλότυχος όποιος ζήση σε κείνο το βασίλειο» (προφητεία). Πολλές φορές μιλούσε για τα περασμένα μεγαλεία του Ελληνισμού.
Έκανε τέσσερις (4) ιεραποστολικές περιοδείες σ’ ολόκληρο σχεδόν τον Ελλαδικό χώρο, ιδιαίτερα όμως στην Ήπειρο και στο κομμάτι που σήμερα ονομάζεται Βόρειος Ήπειρος. Κι’ αυτό, γιατί η Βόρειος Ήπειρος κινδύνευε από τους εξισλαμισμούς, οι οποίοι παρουσίαζαν ανησυχητική έξαρση. Είναι δε γνωστό, ότι όσοι εξισλαμίζονταν έχαναν και την εθνική τους ταυτότητα, κάτι που συνιστούσε θανάσιμη απειλή για τον Ελληνισμό. Έτσι ο Άγιος Κοσμάς, γυρνώντας από χωριό σε χωριό, έφερνε το μήνυμα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Και εκτός ελαχιστοτάτων εξαιρέσεων, οι Έλληνες έμειναν σταθεροί στα πιστεύω τους για την Θρησκεία και την Πατρίδα.
Ένας άνθρωπος, φλογερός και ανιδιοτελής, κατόρθωσε το ακατόρθωτο: Την σωτηρία του Ορθοδόξου Ελληνισμού, αλλά και την προετοιμασία του για την εθνική του παλιγγενεσία. Αλλά τα κηρύγματα του φλογερού Εθναποστόλου, καθώς και ορισμένες ενέργειές του, όπως η μετάθεση των παζαριών από την Κυριακή την ημέρα του Σαββάτου, προκάλεσαν, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις, κυρίως εκ μέρους των Εβραίων. Τον κατέδωσαν, λοιπόν, στον Κουρτ πασά του Βερατίου, τον οποίο και δωροδόκησαν. Ο Άγιος συνελήφθη και κατεδικάσθη εις θάνατον. Έτσι στις 24 Αυγούστου 1779 απαγχονίσθηκε στο Καλικόντασι της Βορείου Ηπείρου. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, προσευχήθηκε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του προφητάνακτος Δαβίδ : «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν» (Ψαλμ. ξε 12), προφητεύοντας, ασφαλώς, την απελευθέρωση του Έθνους.