ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΟΜΗΡΙΚΗ:
Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
κυάνεον, τοῦ δ᾽ οὔ τι μελάντερον ἔπλετο ἔσθος (Ιλιάς, Ω94)
Γιατί ο Όμηρος παρουσιάζει τον άριστο των Αχαιών, τον πιο γενναίο, τον ατρόμητο Αχιλλέα σε στιγμές άτλητου άχους(αβάστακτου πόνου), να κλαίει γοερά και να ζητά βοήθεια από τη ΜΑΝΑ του τη θαλασσινή θεότητα Θέτιδα;
Κι όμως...
Δεν απορούμε που ο Ποιητής των Ποιητών μέσα στη λαίλαπα του πολέμου , τον ορυμαγδό του θανάτου, το αίμα, τη φρίκη, την καταστροφή , εντέχνως αναδεικνύει τον ΑΡΡΗΚΤΟ ΔΕΣΜΟ που έχει μια ΜΑΝΑ με το παιδί της.
«Τέκνον, τί κλαίεις;», θα ρωτήσει τον Αχιλλέα, την πρώτη φορά που ο Ποιητής θα την φέρει από τα βάθη της θάλασσας για να συμπαρασταθεί στο αδικημένο από τον Αγαμέμνονα παιδί της...
"Τέκνον, τί κλαίεις;"
Δονείται η ψυχή του ακροατή της Ιλιάδος...
"Σμερδαλέον δ᾽ ᾤμωξεν",
τρομερά βόγγηξε ο Αχιλλέας όταν έμαθε για τον θάνατο του Πάτροκλου, του αγαπημένου του φίλου...
Η μάνα του όμως
"κώκυσεν", όταν τον άκουσε...
Το "κώκυσεν" είναι ανώτερο από το "ᾤμωξεν", στη βαθμίδα του πόνου...
Τίποτα δεν αφήνει στην τύχη ο μέγας ψυχογνώστης Όμηρος ο οποίος γνωρίζει καλά πως
μια μάνα, όταν βλέπει το παιδί της να υποφέρει, πονάει πολύ περισσότερο από αυτό...
Κι όταν το έπος θα κορυφωθεί στη τελευταία ραψωδία ,την Ωμέγα, η Θέτιδα θα εμφανιστεί στον οδυρόμενο, ωκύμορο ( ολιγόζωο) γιο της για τελευταία φορά,
φορώντας ένα ρούχο μαύρο που
πιο σκούρο απ' αυτό, άλλο στον κόσμο δεν υπήρχε...
Ξεκινώντας με τη φράση, "τέκνον ἐμὸν"(γιε μου), θα παραινέσει τον γιο της να επιστρέψει στις χαρές της ζωής και να υπακούσει στο θέλημα του Διός που δεν είναι άλλο παρά η επιστροφή του πτώματος του Έκτορα στον πατέρα του Πρίαμο...
Κάποιες άλλες μάνες, στην Κύπρο, το 1974 οδύρονταν για τα παιδιά τους που είτε τα σκότωσε ο Τούρκος εισβολέας, είτε τα αιχμαλώτισε κι ήρθαν νεκροζώντανα πίσω , είτε ακόμα τα περιμένουν...
Των νεκρών και των αγνοούμενων παιδιών
οι ΜΑΝΕΣ,
φοράνε το ίδιο ρούχο με τη Θέτιδα:
"κυάνεον, τοῦ δ᾽ οὔ τι μελάντερον ἔπλετο ἔσθος",
πιο μαύρο απ' το μαύρο...
Ίδιο με την ψυχή τους...
Ελένη Σιούφτα