Όποιος δεν έζησε ολομόναχος μέσα στη φύση, δεν μπορεί να πει πως την αγάπησε αληθινά, γιατί δεν την κατάλαβε αληθινά.
Σαν ζεις με άλλους μαζί, κουβεντιάζεις μ΄ αυτούς, περνάς τον καιρό σου μαζί τους, κ΄ η φύση είναι για σένα λίγο-πολύ ξένη. Πολλοί λένε πως αγαπάνε τη φύση, και φεύγουνε από την πολιτεία για να ζήσουνε μαζί της, μα κουβαλάνε μαζί τους, δίχως να το καταλαβαίνουνε, όλη την πολιτεία, τις αναπαύσεις της, τις συνήθειές της, τις έγνοιες της, την παρέα της, κ΄ έτσι η φύση είναι γι αυτούς σαν μια σκηνογραφία, χωρίς να δίνουνε πολλή σημασία σ΄ αυτή.
....
Την καλύτερη ζωή στη μοναξιά, θαρρώ πως την περνά όποιος πάγει να ζήσει στη θάλασσα. Να βρεί ένα ρημονήσι, ή ένα απομοναχιασμένο μέρος που να ΄χει κανένα λιμανάκι. Πρέπει να ξέρει από θάλασσα και να ΄χει μια βάρκα. Να ΄χει μαζί του, εξόν από τις ζωοθροφίες του, κάποια έργαλαία της ψαρικής,...ένα-δυό μαχαίρια, σκεπάρνι, πριόνι, καρφιά, ψαλίδι, λίγα σανίδια, σκοινί, ένα δυό κομμάτια καραβόπανο, μια τέντα,...
Η βάρκα του είναι καλύτερα να μην έχει μηχανή, γιατί εκτός που τα πανιά έχουνε μεράκι και κάνουνε τον άνθρωπο ν΄ αγαπήσει αληθινά τη θαλασσινή ζωή... Τα πανιά είναι ήσυχα, ειρηνικά, έχουνε κάποιο μυστήριο, κάνουνε τον άνθρωπο να τ΄ αγαπήσει, κι αν πάθουνε καμμιά φορά και κάποια ζημιά, το διόρθωμά τους είναι από τις πιο έμορφες κι αγαπημένες δουλειές του ερημίτη.
...
...Μπαίνει στη βαρκούλα του, ισάρει το πανί, και βάζει πλώρη για την αντικρυνή στεριά. Αν έχει καιρό από μπροστά, κάνει βόλτες, και χαίρεται το αφρισμένο πέλαγο σαν το θαλασσοπούλι. Μοσκομυρίζει θάλασσα η βάρκα, ραντισμένη από την άρμη, ανοίγει την όρεξη του, και το παξιμάδι του φαίνεται ουρανοκατέβατο...
κυρ-Φώτης Κόντογλου (''Αθόλωτη ευτυχία'')