Μητέρα, αν το βρεις βαρύ το γράμμα μου,
είναι που σκύβει απάνω του ο Πενταδάκτυλος
φορτωμένος Τούρκο.
Αν το βρεις ασήκωτο,
είναι που γονατίζει απάνω του ο Πενταδάκτυλος
φορτωμένος Τούρκο.
Θα τα 'χεις μάθει αυτά, μητέρα,
θα 'χεις μάθει για τον Πενταδάχτυλο.
Λοιπόν, τα μεσημέρια ακούγονται κάτι παράξενες φωνές,
λοιπόν, τα μεσημέρια ακούγονται κάτι ξερὰ τριξίματα
σαν να ξεκολλούν βράχοι απ' την κορφὴ του Κυπαρισσόβουνου.
Και τις νύχτες βογγά στις πλαγιὲς του
το αίμα των σκοτωμένων παιδιών
και κυλά στις κρεββατοκάμαρές μας
και καταβρέχει τα βιβλία μας
και καταβρέχει τους στίχους μας
και καταβρέχει την αναπνοή μας...
[...]
Την περιμέναμε μεσʼ απʼ τους καπνούς και τις φλόγες
της κοιλάδας των Κέδρων,
Την περιμέναμε απʼ το ξάγναντο του Τρίπυλου,
την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό
στη θάλασσα της Κερύνειας,
συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.
Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της.
Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ κʼ εδώ κʼ εδώ»-
και την περιμέναμε,
κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε
κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε
κι όπου ναʼ ναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της
και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,
κι όπου ναʼ ναι άκου την!
Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε.
Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,
τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!
Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε
και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν
και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κʼ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.
Οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους
και τους αδελφούς και τους πατέρες
κʼ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,
κʼ έχασκαν μʼ ένα γελόκλαμα.
Κʼ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»
Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό
ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απʼ το βυθό,
ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο,
ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε
σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο
κʼ οι αγχόνες της Λευκωσίας.
Γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,
γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,
ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες
και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά
και ψέμα οι Ιστορίες μας,
ψέμα, όλα ψέμα.
Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,
κάτι πανηγυρισμούς,
κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,
λυπόταν, δεν το περίμενε,
ειλικρινά λυπόταν,
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.
Κʼ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,
και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα
κʼ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,
και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια
όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος…
Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,
έχω αντίγραφα.
................................
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, Το τρίτο γράμμα στη Μητέρα (αποσπάσματα)