Σαράντα εννιά
Σήμερα κλειστά. Θεόκλειστα. Σαν τον τόπο μας. Σαν τις στερεές ξυλόπορτες των αυλάδων στην Τύμπου, στο Κάρμι, στη Γιαλούσα, στην Κώμα του Γιαλού. Στην Κερύνεια, στον Καραβά, στη Λάπηθο, στον Λάρνακα της Λαπήθου. Για να διερωτούνται κι οι περαστικοί «γιατί» σε τούτα εδώ τα χώματα, στον τόπο μας που είναι κλειστός και τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Σήμερα κλειστά, βουβά αλλά με όρκο βαρύ: Εμείς θα πιστεύουμε.
«Πήραν την πόλη πήραν την
μου πήρανε τα χέρια
πήραν κι απ’ την Αγιά Σοφιά
τα δυο μου περιστέρια.
Ο αρχηγός τους
πρώτα πρώτα
κατούρησε μέσα στο δισκοπότηρο.
Είναι αυτός ο ίδιος θεομπαίχτης που προσευχήθηκε μετά
και κοινώνησε τους πιστούς του
απ’ το κάτουρό του. Αυτοί
ήταν ο όχλος που γρύλλισε.
Κι οι ποιητές
μην έχοντας η καρδιά τους φωνή
χαϊδεύανε την κοιλιά
και το γουργουρητό
του χωριού τους.
Αλλά εγώ πίστευα σε σένα.
Εγώ πίστευα στη σπίθα
μέσα στην καρδιά του ποιητή.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή της φωτιάς.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή που φωνάζει
στον ποιητή που κατεβαίνει στο
καλντερίμι
στον ποιητή που μιλάει στα πλήθη.
-Πήραν την, πήραν, πήραν την.
Κι ένα πουλί
χλωμό πουλί
μυρολογάει και λέει
‘’Θουκή μου, Ορέστη μου’’.
Ζήτησα σύμμαχο κι ήρθε η απάντηση:
‘’Κανείς’’. Και στράφηκε ο Αντίλαλος
να τα σκεπάσει όλα μαύρα πέρα ως
πέρα.
Και τότες
κατάμονος
μέσα στην Απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φορά:
‘’Εγώ θα πιστεύω’’.
Σήκωσα τα μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη
γερά
στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή».
Παντελής Μηχανικός, «Πήραν την πόλη»