Κηδεία του μέχρι πρότινος αγνοούμενου μετά την τουρκική εισβολή Γιαννάκη Χαραλάμπους.
Σε κλίμα συγκίνησης τελέστηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στα Κατύδατα, η κηδεία του πεσόντα κατά την τουρκική εισβολή του 1974, Γιαννάκη Χαραλάμπους, ο οποίος έχασε τη ζωή του κατά τους βομβαρδισμούς της 20ης Ιουλίου, στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας.
Ο Γιαννάκης Χαραλάμπους γεννήθηκε το 1945 στα Κατύδατα. Γονείς του ήταν ο Χαράλαμπος Χριστοφόρου, ο οποίος απεβίωσε πέντε χρόνια μετά τη γέννησή του, και η Μυριάνθη Ιωάννου. Είχε δύο μικρότερες αδερφές, την Ανδρούλα και τη Χαραλαμπία.
Ο Γιαννάκης ασθένησε σε ηλικία τριών ετών. Η λανθασμένη φαρμακευτική αγωγή που έλαβε του προκάλεσε απώλεια ομιλίας, ενώ επηρεάστηκε και η νοητική του ανάπτυξη. Δεν φοίτησε ποτέ του στο σχολείο και διέμενε στο σπίτι με τον παππού και τη γιαγιά του, ενόσω η μητέρα του εργαζόταν για να μεγαλώσει τα τρία της ορφανά. Ήταν μοναχικός και ήσυχος μα ταυτόχρονα πολύ φιλικός με όποιον του έδινε σημασία. Αυτό πρόσταζε η αγνή και αθώα ψυχή του. Περνούσε τις ώρες του στην αυλή της εκκλησίας παίζοντας με αυτοσχέδια παιχνίδια. Και περίμενε τα άλλα παιδιά. Τους φίλους του. Ανυπομονούσε να τους συναντήσει μετά το σχολείο για να παίξουν. Να κάνει ότι έκαναν όλα τα παιδιά της ηλικίας του, αποκλεισμένος όμως από τον εκπαιδευτικό χώρο.
Την κύρια φροντίδα του Γιαννάκη Χαραλάμπους είχε η γιαγιά του η Ευρυδίκη και ο παππούς του ο Γιαννής, ο οποίος είχε αναλάβει και τον ρόλο του πατέρα για τα τρία ορφανά.
Έτσι κυλούσε η ζωή του Γιαννάκη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Μέχρι που η μητέρα του με τις δύο αδερφές του πήραν την απόφαση να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία. Εκεί τις περίμενε η αδερφή της μητέρας του, η οποία τους προσέφερε στέγη και εργασία.
Ο Γιαννάκης δεν ακολούθησε την οικογένειά του. Οι ειδικές του ανάγκες τον κράτησαν πίσω, αφού στην Αυστραλία απαγορευόταν η μετανάστευση ατόμων με τις ιδιαιτερότητες του Γιαννάκη μας. Αποχωρίστηκε μητέρα και αδελφές και παρέμεινε στο πατρικό του με τον παππού και τη γιαγιά του. Παρέμεινε στο χωριό του. Παρέμενε μοναχικός, ήσυχος και αγαπητός σε όλους.
Η ζωή του Γιαννάκη Χαραλάμπους άλλαξε ξανά βίαια, αναγκάζοντας τον να βιώσει για δεύτερη φορά το συναίσθημα του αποχωρισμού, όταν οι «κηδεμόνες» του, ο παππούς και η γιαγιά του, παρουσίασαν προβλήματα υγείας. Η απουσία κρατικής κοινωνικής μέριμνας και φροντίδας, καθώς και η προκατάληψη της κοινωνίας για τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Η λύση τότε για την ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Γιαννάκης , ήταν το νοσοκομείο Αθαλάσσας. Οδηγήθηκε εκεί το 1972, δύο χρόνια πριν από την τουρκική εισβολή.
Στις 20 Ιουλίου 1974, γράφτηκε ο επίλογος της ζωής του. Βρήκε τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού του . Ο παππούς του δεν άντεξε την είδηση του θανάτου του και πέθανε τέσσερις ημέρες μετά. Η μητέρα του συνειδητά δεν επέστρεψε ποτέ στην Κύπρο και απεβίωσε στην Αυστραλία, σε μεγάλη ηλικία.
Την ημέρα της εισβολής τα τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα, τα οποία υπερίπταντο της Λευκωσίας, επιτέθηκαν με βόμβες, χωρίς κανένα ενδοιασμό, κατά του Νοσοκομείου Αθαλάσσας.
Είναι η ημέρα που ο Αττίλας έδειξε το πραγματικό του βάρβαρο πρόσωπο, βομβαρδίζοντας ένα νοσοκομείο, σκορπώντας τον όλεθρο, τον πόνο και την καταστροφή, ενώ μια από τις βόμβες χτύπησε κεντρικό θάλαμο νοσηλευομένων. Τριάντα τρία άτομα έχασαν τη ζωή τους και ενταφιάστηκαν σε κρατήρες οι οποίοι δημιουργήθηκαν από τους βομβαρδισμούς, ενώ άλλοι τραυματίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Ο Γιαννάκης Χαραλάμπους ήταν ένας από τους 33 που έχασαν τη ζωή τους. Ένα από τα 33 αθώα θύματα της τουρκικής βαρβαρότητας.
Ο Γιαννάκης και οι περισσότεροι από τους νοσηλευόμενους που σκοτώθηκαν, βρίσκονταν στον ίδιο θάλαμο. Τάφηκαν πρόχειρα στους κρατήρες που δημιουργήθηκαν από τους βομβαρδισμούς, χωρίς τελετές και τις νενομισμένες διαδικασίες. Πριν από λίγα χρόνια, εντοπίστηκε το ακριβές σημείο ταφής τους, και αφού αποφασίσθηκε η εκταφή, με την μέθοδο DNA διαπιστώθηκε ότι ανάμεσα στα οστά που εντοπίστηκαν, βρισκόταν και μέρος των λειψάνων του Γιαννάκη Χαραλάμπους, που στα 29 του χρόνια, έχασε τη ζωή του με τον πιο τραγικό τρόπο, στο χώρο όπου βρέθηκε για να λάβει προστασία και φροντίδα.