του π. Βασιλείου Ιβηρίτη
«Τον Τσαρούχη τον γνώρισα γέρο στο Άγιον Όρος, όταν ερχόταν για να παρακολουθήσει τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ήταν άνθρωπος ώριμος, με βαθιά σοφία και ανθρωπιά, που για να φτάσεις, πρέπει να έχεις πονέσει πολύ, και να είσαι ευγνώμων γι’ αυτό. Είχε μέσα του σαφήνεια και τόλμη, που έμοιαζε με τη σαφήνεια και την τόλμη του Αγίου Όρους.
Έτσι δεν μπορείς, ούτε έχει νόημα, μιλώντας για τον Τσαρούχη, να απαριθμήσεις τα προσόντα και τις ικανότητές του. Αυτό που του χαρίσθηκε, είναι η σύνθεσις και η υπέρβασις όλων, και η άφιξή του δια της αληθούς μετανοίας στο μακάριον τέλος, που καταυγάζει τον άνθρωπο με ιλαρόν φως αγίας δόξης.
Ο Τσαρούχης δεν ήταν ένας απλός καλλιτέχνης ή στοχαστής. Τέτοιους έχουμε πολλούς. Ήταν πνευματικός άνθρωπος, με την αληθινή σημασία του όρου. Και σε μια απλή του φράση περιέκλεισε και απεκάλυψε όλο το πνευματικό του μεγαλείο και τη δύναμη.
Όταν τον ρώτησαν αν ευτύχησε στη ζωή του, είπε: «Τώρα, με τα γεράματα και τη αρρώστια, νοιώθω ευτυχισμένος, γιατί βρήκα αυτό που ζητούσα. Όταν ήμουν νέος, ήμουν δυστυχής, γιατί έψαχνα όλα αυτά και δεν τα εύρισκα». Αυτό είναι το επαναστατικό και γαλήνιο του Τσαρούχη, που πήρε από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Για να απαντήσει έτσι, σημαίνει ότι είχε δύναμη που ανατρέπει την καθεστηκυία τάξη της φθοράς και φέρνει τα πάνω κάτω.
Συνήθως λέγεται: «Το παν είναι η υγεία». Επίσης: «Το γήρας ουκ έρχεται μόνον», αλλά συνοδεύεται με πολλά δεινά, που οδηγούν στον θάνατο. Αυτό ουσιαστικά είναι υποδούλωση στη μοίρα και ηττοπάθεια.
Αλλά ούτε για την Εκκλησία ούτε για τον Τσαρούχη είναι έτσι τα πράγματα. Η υγεία είναι σημαντικό αγαθό, αλλά δεν είναι το παν. Και το γήρας ουκ έρχεται μόνον, αλλά φέρνει μαζί του – γι’ αυτούς που ζητούν τα τίμια- την ευτυχία που δεν περιγράφεται.
Η δύσις του ηλίου λέγεται – νομίζω μόνον στα Ελληνικά – και βιούται ως βασίλεμα. Ο ήλιος βασιλεύει όχι όταν μεσουρανεί, αλλά όταν δύει και σβήνει. Και ο αληθινός άνθρωπος βρίσκει τη δύση και το τέλος ως βασίλεμα, ανατολή νέου φωτός και ακτίστου φέγγους.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο 103ος Ψαλμός, όταν διαβάζεται ως προοιμιακός στον Εσπερινό, δεν καταλήγει όπως στην Παλαιά Διαθήκη. Τελειώνει με τους προηγούμενους (δηλαδή τους προτελευταίους) στίχους: «Έθου σκότος και εγένετο νυξ (στίχος 20), ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας (στίχος 24). Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Επειδή ο άνθρωπος ζητά το πολύ φως, και η Εκκλησία το ξέρει, γι’ αυτό δεν τελειώνει ο Προοιμιακός με το κτιστό φως της δημιουργίας, αλλά με αυτό που για την κοινή λογική και αίσθηση λέγεται και φαίνεται σκότος, επειδή είναι πλησμονή ακτίστου και αδύναμου φωτοχυσίας.
Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε: «Ο Τσαρούχης είναι χριστιανός, όχι γιατί πηγαίνει στην εκκλησιά, αλλά γιατί ξέρει να στέκεται μέσα σ’ αυτήν, με την άνεση ενός παπά και με την αγιότητα ενός μικρού παιδιού».
Και όταν σε ένα Μεγάλο Εσπερινό άκουσε το «φως ιλαρόν» ψαλλόμενο από τους ιερείς, είχε συντονισθεί η ευαισθησία του στον ρυθμό εκείνο του αρχαίου ύμνου, που κυριολεκτικά ρίχνει τα τείχη της Ιεριχούς. Είχε πάρει το μήνυμα των αιώνων ο Τσαρούχης· και βγαίνοντας έξω, μετά τον Εσπερινό, είπε: «Αυτό είναι το αληθινό μαστούρωμα. Εδώ να έλθουν οι νέοι που το ζητούν ματαίως με χίλιους άλλους τρόπους».
Όταν πατήσεις στο ύψωμα της βεβαιότητος που κάνει τα γεράματα αφορμή ευτυχίας, τότε ηρεμείς· στέκεσαι και προχωρείς. Σου αποκαλύπτονται, δια της στάσεως και θέας, διαρκώς νέα βάθη του παρελθόντος και του μέλλοντος. Μιλάς ελεύθερα για όλα, γιατί τα βλέπεις δίπλα σου. Έχεις απαντήσεις για τα δύσκολα. Βρίσκεις τη συνάφεια των αντιθέτων. Είσαι ήρεμος μέσα στην ταραχή και τρέφεσαι από τα αναλλοίωτα δια των προσκαίρων. Δεν θίγεις και δεν θίγεσαι. Δεν ζητάς παινάδια ή θέσεις. Ασχολείσαι με άλλα θέματα.
Και ο Τσαρούχης δεν προσανατολιζόταν σε πράγματα που παρέρχονται. Δεν στηριζόταν σε βάσεις που γλιστρούν και φεύγουν. Είχε πονέσει. Και ο πόνος επιβάλλει απλότητα. Απαγορεύει τη φλυαρία.
Τα σχόλιά του για τα διάφορα πρόσωπα και πράγματα έχουν μια εσωτερική συνοχή. Δεν σχολίαζε πράγματα πρόσκαιρα και φρόκαλα που τα παίρνει ο άνεμος. Ή, καλύτερα, τα σχόλιά του για οποιαδήποτε πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα δεν ήσαν απ’ εκείνα που τα παίρνει ο άνεμος.
Όταν στο Άγιον Όρος κάποιος τον είδε για πρώτη φορά, με έκπληξη είπε: «Α, εσείς είστε ο κύριος Τσαρούχης;» Εκείνος συμπλήρωσε: «Εγώ είμαι αυτός που νοιώθω σαν κατσαρίδα πεταμένη ανάποδα σε μια μπανιέρα. Και το θέμα είναι να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου».
Άλλοτε σε συζήτηση για τη φύση της Ορθοδοξίας, είπε: «Η Ορθοδοξία είναι σαν ένας λεκές που δεν τον βγάζει κανένα απορρυπαντικό».
Χρησιμοποιούσε τολμηρές εκφράσεις, για να πει εκείνο που ήθελε, επειδή ήταν ζωγράφος, και είχε ξεκάθαρα τα πράγματα μέσα του.
Γνώρισα γυναίκες που αυτοκτόνησαν όταν είδαν ρυτίδες στο πρόσωπό τους. Συνάντησα «πνευματικούς» ανθρώπους που ήταν καταπρικαμένοι, γιατί δεν διορίστηκαν σε περίοπτη θέση. Και συνάντησα γέρους απλούς, φτωχούς καλόγερους, που, όσο πέρναγε ο καιρός, από μέσα τους έλαμπε, ως φως ανέσπερο η πνευματική αγαλλίαση που τους πλημμύριζε. Στον Τσαρούχη συνέβη το ίδιο· όσο γερνούσε, ηύξανε η έσωθεν σοφία και το φως. Σοβαρός και αγέλαστος, αλλά ταυτόχρονα σίγουρος και ευτυχισμένος, έκρυβε μέσα του θεία παράκληση, που του ρύθμιζε τη ζωή.
Στο Κουτλουμουσιανό Κελλί Αγ. Νικολάου
Χαλκιά του Γέροντα Ιερόθεου στις Καρυές
Όταν κάποτε στο Άγιον Όρος κατέβαινε κούτσα κούτσα για την εκκλησία, όπου παρακολουθούσε όλες τις ακολουθίες, και είδε φοιτητές να πηγαίνουν προς το αρχονταρίκι, τους είπε: «Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε. Είστε νέοι, και έχετε ανάγκη από ύπνο. Εγώ δεν έχω ανάγκη από ξεκούραση, γιατί είμαι σαν μια μούμια».
Δεν τον ενοχλούσαν τα γεράματα· γι’ αυτό μπορούσε να αυτοχαρακτηρίζεται ως μούμια. Δεν απαιτούσε αναγνωρίσεις και καλή συμπεριφορά, γιατί είχε τη σπίθα της αιωνίου ζωής, που τον ανεδείκνυε όντως καλλιτέχνη και άνθρωπο. Ενώ σε έργα νεότητός του βρίσκεις κάτι από τη δυστυχία που αναφέρει, τα έργα και οι λόγοι των γηρατειών του φανερώνουν την πένθιμη και μελαγχολική ευτυχία - πλήρωμα χαράς -, η οποία βάρυνε την ψυχή του και τον κατέστησε πτωχό, - «εγώ ειμί πτωχός και πένης» - πολλούς δε πλουτίζοντα.
Κάποιος, σχολιάζοντας αρνητικά το βιβλίο «Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», έλεγε: «Μα, αυτός δεν λείπει από καμιά κοσμική συγκέντρωση, πώς είναι στρουθίον μονάζον;»
Δεν είχε καταλάβει ότι ο Τσαρούχης ήταν με όλους, χωρίς να φεύγει από την ησυχία της μοναξιάς του. Ήταν με όλους και, ταυτόχρονα, βρισκόταν αλλού, γιατί πάντοτε έβλεπε πιο μακριά από τα παρερχόμενα, που βλέπουν οι πολλοί. Μέσα από τη σύγχυση και την οχλαγωγία μπορούσε να παίρνει στοιχεία ησυχίας και βεβαιότητος.
Κάποτε, καθώς έβγαινε από το Άγιον Όρος με το καράβι της συγκοινωνίας, τον είχαν περικυκλώσει πολλοί φοιτητές και τον είχαν κυριολεκτικά «πνίξει» με ερωτήσεις, συζητήσεις και φασαρία. Κατεβαίνοντας τις σκάλες του καραβιού του είπα: «Συγγνώμη, σας κουράσαμε με ατέλειωτη φασαρία» (πολλοί από τους συζητητές της παρέας ήσαν προσκυνητές της Μονής μας). Εκείνος είπε: «Όχι. Ήταν όλα καλά, γιατί πάντοτε κρατώ τη ζωγραφική απόσταση».
Η ζωγραφική απόσταση δια της ωριμότητος τον προστάτευε από τις επιπολαιότητες. Και ο πόνος που πέρασε, τον έκανε ικανό να τρέφεται από πράγματα που συγχύζουν και εκνευρίζουν τον ανώριμο. Γι’ αυτό, όταν κάποιος τελευταία μου έλεγε: «Χάσαμε τον Τσαρούχη. Μέχρι τώρα ξέραμε ότι βρίσκεται στο Μαρούσι, και αυτό ήταν μια παρηγοριά», κατάλαβα τι εννοούσε. Συμφωνούσα και δε συμφωνούσα ταυτόχρονα. Γιατί ο Τσαρούχης πέτυχε κάτι που δεν χάνεται με τον θάνατο, αλλά καθαίρεται δι’ αυτού.
Ήταν γέρος με πνεύμα άγρυπνο. Ήταν ήσυχος, και τάραζε τα νερά της νωχέλειας. Η ησυχία του τρεφόταν από τη συναναστροφή. Και η μοναξιά του ήταν αφορμή αναπαύσεως για όλους.
Στις συνηθισμένες ερωτήσεις απαντούσε απρόσμενα, χωρίς προσπάθεια, γιατί είχε ξεπεράσει την αντίθεση του παραδοσιακού και του μοντέρνου με το να έχει καταποντισθεί στο αληθινό.
Ήταν μεγάλος· γι’ αυτό ανέπαυε τους μικρούς. Ήταν όντως πετυχημένος, γι’ αυτό τόνιζε τις αποτυχίες και τα βάσανα της ζωής του.
Ο Τσαρούχης φωτογραφημένος απ' τον
Εμπειρίκο στο Μαρούσι, Φεβρουάριος 1972
Δεν γελούσε, και σου μετέδιδε χαρά. Ήταν χούφταλο τρεμάμενο, και σου έδειχνε το ατρεμούλιαστο φως της ευτυχίας, που αναδύεται από τα γεράματα και τον πόνο.
Πολλοί ήθελαν να βρίσκονται μαζί του, γιατί δεν πλήγωνε κανένα, μόνο φώτιζε.
Στα τελευταία του έβαζε κάθε πρωί να του διαβάζουν τη νεκρώσιμη ακολουθία, για να έχει χαρούμενη μέρα.
Έφυγε γαλήνιος, αφήνοντας για πάντα παρηγοριά στους πολλούς.»
Σημ. Στις 20 Ιουλίου, του 1989, πέθανε ο Γιάννης Τσαρούχης. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους. Ο Οδυσσέας Ελύτης είπε για τον Τσαρούχη: «Ένας επαναστάτης δε γίνεται να ‘ναι συνάμα και κλασικός. Αλλά με τον Τσαρούχη γίνεται».
Βιβλιογραφία: Συλλογικός τόμος για τον Γιάννη Τσαρούχη, Ωσεί μύρα, μέριμνα Αλεξίου Σαββάκη, Αθήνα 1998, σσ. 21-24 και από το βιβλίο Λειτουργικός τρόπος της Ιερά Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους στο κεφάλαιο «Επί την ηλίου δύσιν» σσ. 103-109