Ὁ Φώτης Κόντογλου στό σπίτι του, τή χρονιά τοῦ θανάτου του |
Μικρασιάτης λογοτέχνης, ζωγράφος καί ἁγιογράφος, ὁ Φώτης Κόντογλου ὑπῆρξε ἀπό τά ἐπίλεκτα μέλη τῆς γενιᾶς τοῦ '30, πού ἀναζήτησε τήν ἑλληνικότητά μέσα ἀπό τήν ἐπιστροφή στίς ρίζες.
Γεννήθηκε στό Ἀϊβαλί (τίς ἀρχαῖες Κυδωνίες) στίς 8 Νοεμβρίου 1895 καί ἦταν γιός τοῦ Νικολάου Ἀποστολέλλη καί τῆς Δέσποινας Κόντογλου. Νήπιο ἀκόμη ἔχασε τόν πατέρα του καί ἀνατράφηκε ἀπό τή μητέρα του καί τόν θεῖο τοῦ ἱερομόναχο Στέφανο Κόντογλου. Γι' αὐτό καί ὅταν μεγάλωσε...υἱοθέτησε τό οἰκογενειακό ἐπίθετό της μητέρας του. Τό συγγραφικό καί εἰκαστικό του τάλαντο ἄνθισε νωρίς. Ὄντας μαθητής Γυμνασίου, ἐξέδιδε τό περιοδικό «Μέλισσα» μέ κείμενα δικά του καί τῶν συμμαθητῶν του, τά ὁποία εἰκονογραφοῦσε ὁ ἴδιος.
Τό 1913 ἄφησε τή γενέθλια πόλη του καί μετέβη στήν Ἀθήνα γιά νά σπουδάσει στή Σχολή Καλῶν Τεχνῶν, παρότι πρός στιγμήν σκέφθηκε νά γίνει ναυτικός. Τό κλίμα στή Σχολή δέν τόν σήκωνε, ἀφοῦ μεταξύ τῶν καθηγητῶν τοῦ κυριαρχοῦσε τό ἀκαδημαϊκό στύλ τοῦ Μονάχου, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν φορέας ἄλλης ἀντίληψης, ἔχοντας γερά μέσα τοῦ ριζωμένο τόν μικρασιατικό λαϊκό πολιτισμό. Το 1914 ἐγκατέλειψε τή Σχολή καί ἔφυγε γιά τήν Εὐρώπη. Μετά ἀπό μικρά παραμονή στή Μαδρίτη, ἐγκαταστάθηκε στό Παρίσι.
Γρήγορα ἔγινε γνωστός στούς εἰκαστικούς κύκλους τῆς γαλλικῆς πρωτεύουσας, ὅταν τόν πρόσεξε ὁ διάσημος γλύπτης Ὀγκίστ Ροντέν. Το 1916 βραβεύτηκε γιά τήν εἰκονογράφηση τοῦ βιβλίου τοῦ Κνούτ Χάμσουν «Ἡ πείνα». Στο Παρίσι συνάντησε τόν φίλο του καί συμφοιτητή τοῦ Σπύρο Παπαλουκᾶ, τόν μετέπειτα σπουδαῖο ζωγράφο. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἔγραψε καί τό πρῶτο του λογοτεχνικό ἔργο, τήν ἱστορία τοῦ φανταστικοῦ κουρσάρου «Πέδρο Καζᾶς».
Τό 1919 ἐπιστρέφει στό Ἀϊβαλί. Διδάσκει γαλλικά καί ἱστορία τῆς τέχνης στό τοπικό παρθεναγωγεῖο. Παράλληλα, ἱδρύει τόν πνευματικό σύλλογο «Νέοι Ἄνθρωποι» μαζί μέ τούς Ἠλία Βενέζη καί Στρατή Δούκα. Τό 1921 στρατεύεται καί μετέχει στή Μικρασιατική Ἐκστρατεία. Μετά τήν κατάρρευση τοῦ μετώπου καί τήν ἐπακολουθήσασα Ἔξοδο τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, φθάνει πρόσφυγας στή Λέσβο καί στή συνέχεια στήν Ἀθήνα.
Το 1925 παντρεύεται τή συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη καί δύο χρόνια ἀργότερα γεννιέται ἡ κόρη τούς Δέσπω. Τά ἑπόμενα χρόνια θά μοιράσει τόν χρόνο τοῦ ἀνάμεσα στόν χρωστήρα καί τή γραφίδα, ἐνῶ ἀξιόλογη εἶναι ἡ θητεία του ὡς συντηρητῆ ἔργων τέχνης.
Τό 1932 κτίζει τό σπίτι του στήν ὁδό Βιζυηνού 16 (περιοχή Πατησίων), ὄπου μαζι μέ τούς μαθητές τοῦ Τσαρούχη καί Ἐγγονόπουλο ζωγραφίζουν μέ νωπογραφίες ἕνα δωμάτιό του. Κατά τή διάρκεια τῆς Κατοχῆς, θύμα τοῦ μαυραγοριτισμοῦ, ἀναγκάζεται νά τό πουλήσει γιά ἕνα σακί ἀλεύρι καί μετακομίζει μέ τήν οἰκογένειά του σέ ἕνα γκαράζ. Τήν ἐποχή αὐτή ὁ Χριστιανισμός τόν ἀπορροφᾶ ἐντελῶς καί ἀποφασίζει νά τόν διακονήσει ὁλόψυχα ὡς λογοτέχνης καί ζωγράφος.
Ὁ Κόντογλου ἐμπνέεται ἀπό τήν ἑλληνική παράδοση καί προσηλώνεται μέ φανατισμό σέ ὅ,τι θεωρεῖ καθαρά ἑλληνικό, βγαλμένο ἀπό τήν παράδοση τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στις φορητές του εἰκόνες χρησιμοποίησε τή μέθοδο τῆς ὠογραφίας. Πολλές ἀπό αὐτές ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπό τόν «Ἀστέρα». Ἁγιογράφησε πολλές ἐκκλησίες (Καπνικαρέα, Ἁγία Βαρβάρα Αἰγάλεω, Ἅγιος Ἀνδρέας Πατησίων, Ζωοδόχος Πηγή καί Ἁγία Παρασκευή Παιανίας, Εὐαγγελισμός Ρόδου, Ἅγιος Χαράλαμπος Πολυγώνου, Ἅγιος Γεώργιος Κυψέλης κ.α).
Φιλοτέχνησε τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικῶν, ποιητικῶν συλλογῶν, πορτραίτα, ἐνῶ τό σημαντικότερο ἔργο στήν κοσμική ζωγραφική εἶναι οἱ βυζαντινοπρεπεῖς νωπογραφίες του στό Δημαρχεῖο Ἀθηνῶν, μέ θέματα καί πρόσωπα ἀπό τήν Ἑλληνική Ἱστορία. Δούλεψε στό Βυζαντινό Μουσεῖο, τό Κοπτικό Μουσεῖο τοῦ Καΐρου καί δημιούργησε τό Βυζαντινό τμῆμα τοῦ Μουσείου τῆς Κέρκυρας. Σημαντική ἦταν ἡ συμβολή του στήν ἀποκατάσταση τῶν τοιχογραφιῶν στόν Μυστρά.
Ὁ Φώτιος Κόντογλου πέθανε στίς 13 Ἰουλίου 1965 στόν «Εὐαγγελισμό» ἀπό τίς ἐπιπλοκές πού τοῦ εἶχε προκαλέσει ἕνα αὐτοκινητιστικό δυστύχημα.